Το 2021 αποχαιρετά το Χρηματιστήριο Αθηνών αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση στους επενδυτές με την υγειονομική κρίση και τις μεταλλάξεις Δέλτα και Όμικρον να δίνουν τον τόνο στις παγκόσμιες αγορές επηρεάζοντας αναπόφευκτα και την ελληνική, μια αγορά η οποία λόγω των εν γένει χαρακτηριστικών της δεν μπόρεσε να κινηθεί πιο ψηλά από αντιστάσεις που κρατάνε από το 2014.
Με ελάχιστες κανονικές συνεδριάσεις να έχουν μείνει για να τελειώσει χρηματιστηριακά η χρονιά (λόγω ημιαργίας κατά τη συνεδρίαση της ερχόμενης Παρασκευής 31/1) , είναι από τις λίγες φορές που η μεγάλη εικόνα στο Χρηματιστήριο Αθηνών δεν λέει την αλήθεια για το πώς κύλησε η χρονιά για τις εισηγμένες που το απαρτίζουν.
Τα 2/3 των εισηγμένων εταιρειών εμφανίζουν μεγαλύτερη απόδοση από το Γενικό Δείκτη, οι μέσες ημερήσιες συναλλαγές αυξήθηκαν κατά 11% και η συμμετοχή του επενδυτικού κοινού ήταν αυξημένη σε πλήθος και προέλευση κωδικών.
Αν κάποιος κοιτάξει πίσω τον χρόνο θα δει πως το 2021 ήταν η χρονιά με τη μεγαλύτερη σε διάρκεια συσσώρευση εδώ και πολλά χρόνια, μια συσσώρευση που έχει διαρκέσει 9 μήνες και κρατάει ακόμη αλλά παράλληλα και μία χρονιά στη διάρκεια της οποίας αντλήθηκαν κοντά στα 7 δισεκατομμύρια ευρώ σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και νέες ομολογιακές εκδόσεις σε μια αγορά με μέσο τζίρο κάτω από τα 60 εκατομμύρια ευρώ ημερησίως.
Οι επενδυτές συμμετείχαν και στις 21 εκδόσεις της χρονιάς που φεύγει με αποτέλεσμα οι εισηγμένες να αντλήσουν πολύτιμη ρευστότητα με μηδενικό κόστος για να το χρησιμοποιήσουν για τα επενδυτικά τους σχέδια, αλλά και για τη μείωση του βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου δανεισμού.
Είναι ενδεικτικό ότι την χρονιά που διανύσαμε οι εισηγμένες εταιρείες μαζί με τις ναυτιλιακές που μπήκαν με ομολογιακές εκδόσεις στην εγχώρια αγορά, «σήκωσαν» από την κεφαλαιαγορά περίπου 7,7 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 1,9 δισ. το 2020, εξαπλασιάζοντας ουσιαστικά τα συνολικά αντληθέντα κεφάλαια μια επίδοση που είναι η καλύτερη σε άντληση κεφαλαίων από το 2016.
Μεγάλες και επιτυχημένες ΑΜΚ
Όσον αφορά τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου – πραγματοποιήθηκαν οκτώ εντός του 2021, με κορυφαίες αυτές της ΔΕΗ και της Πειραιώς – οι εισηγμένες άντλησαν συνολικά 3,772 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το 2021 ήταν ένα «νέο ξεκίνημα» των εισηγμένων προς τις διεθνείς αγορές μέσω της εκπροσώπησης στον MSCI η οποία έφτασε στις 6 εταιρίες έναντι 3 πέρυσι με τις εταιρείες να καταφέρνουν, παρά την πίεση από την πανδημία και το αδύναμο ξεκίνημα της χρονιάς, να έχουν επιτύχει ως το εννεάμηνο την ολική επαναφορά στα κέρδη και τη δραστηριότητά τους.
Παρά τη σχετικά συγκρατημένη ανοδική κίνηση των βασικών χρηματιστηριακών δεικτών που έως τώρα εισέρχονται στην τελική ευθεία με κέρδη πέριξ του 10%, η χρονιά απεδείχθη ιδιαίτερα αποδοτική για τους μετόχους των μικρότερων εταιρειών οι οποίες επί μακρόν βρίσκονταν στο παρασκήνιο.
Αλλαγή σελίδας για τις τράπεζες
Επιπροσθέτως ήταν μια χρονιά «κάθαρσης» για τις τράπεζες καθώς πραγματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες μειώσεις στα κόκκινα δάνεια του κλάδου ο οποίος λειτουργεί σαν βαρίδι για την αγοράς μας πολλά χρόνια τώρα. Η χρονιά κλείνει με λιγότερες εκκρεμότητες από αυτές που ξεκίνησε, με τον τραπεζικό κλάδο να αποκτά νέα κεφάλαια και νέους επενδυτές, ενώ οι υποσχέσεις των επιχειρηματικών πλάνων παραμένουν δέλεαρ για τις τρέχουσες αποτιμήσεις τους.
Για την οικονομία το έτος εξελίχθηκε με ιστορικό ρεκόρ ανάπτυξης, έστω και ως αντίδραση στη βαθιά ύφεση του 2020. Όπως όλα δείχνουν το ΑΕΠ θα κλείσει φέτος με αύξηση πάνω από 8%, αισθητά υψηλότερα από τους στόχους που είχε θέσει τόσο η κυβέρνηση όσο και η ΕΚΤ, καλύπτοντας το χαμένο έδαφος του 2020 αποδεικνύοντας έτσι ότι η Ελλάδα μπορεί να τρέξει με σημαντικά μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης.
Τέλος, οι κρίσιμες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη μετά το PEPP εποχή, διασφαλίζουν πλήρη προστασία της Ελλάδας έως την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, κάλυψη της εκδοτικής δραστηριότητας του ελληνικού Δημοσίου, και συνέχιση της φθηνής χρηματοδότησης και στήριξης των ελληνικών τραπεζών. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να προσφέρει στήριξη με ευέλικτο τρόπο, δηλαδή να αγοράζει Ελληνικά ομόλογα αλλά και να διαχειρίζεται κατά το δοκούν τις επανεπενδύσεις του PEPP, αφού αυτό θα έχει λήξει. Το εργαλείο αυτό της δίνει τη δυνατότητα να αγνοεί για περισσότερο καιρό τις κλείδες κεφαλαίου, να διαχειρίζεται δηλαδή τις επανεπενδύσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι τα spreads των χωρών της περιφέρειας δεν θα αυξηθούν μετά τον Μάρτιο.
Επίσης, η επιμήκυνση του ορίζοντα των επανεπενδύσεων κατά ένα έτος δίνει τον απαιτούμενο χρόνο μέχρι να βελτιωθούν οι συνθήκες. Το σήμα που έδωσαν η Κριστίν Λαγκάρντ και το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρείται θετικό από τους οίκους αξιολόγησης, καθώς «μεταφράζεται» σε συνέχιση των ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης για την Ελλάδα.