Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι αξιοσημείωτες, εδραιώνοντας την αντίληψη ότι οι μεταρρυθμίσεις στους τομείς της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της ενίσχυσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης αποδίδουν πλέον διατηρήσιμα οφέλη, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην πρόσφατη έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.Μάλιστα σημειώνει με έμφαση ότι οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ιστορικό ορόσημο για τα δημοσιονομικά δεδομένα τουλάχιστον της τελευταίας τριακονταετίας!

Από την άλλη, ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος που προέκυψε από τη δημοσιονομική υπεραπόδοση ενίσχυσε σημαντικά τα ταμειακά διαθέσιμα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ταχύτερη αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, με θετικές επιδράσεις τόσο σε επίπεδο δημοσιονομικής διαχείρισης όσο και σε επίπεδο μακροοικονομικής σταθερότητας και επενδυτικής εμπιστοσύνης. Η πρόοδος αναγνωρίστηκε από όλους τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από την ΕΚΤ από διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, το 2025 προβλέπεται διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος, αν και σε χαμηλότερο επίπεδο. Η δημοσιονομική στρατηγική επικεντρώνεται στην υλοποίηση των μέτρων του Προϋπολογισμού και στη στήριξη της κοινωνικής συνοχής και της αναπτυξιακής δυναμικής, αξιοποιώντας τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενεργοποιήθηκε η εθνική ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, ενώ η έγκριση της Ετήσιας Έκθεσης Προόδου του ΜΔΣ της Ελλάδος επιβεβαίωσε τη συνετή δημοσιονομική πορεία και την ανοδική αναθεώρηση του ορίου αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών, στο πλαίσιο των νέων ευρωπαϊκών κανόνων.

Τα μέχρι τώρα επιτεύγματα οφείλουν να αποτελέσουν εφαλτήριο για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα συμβάλει στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας. Η έμφαση στην ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων πρέπει να συνεχιστεί, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση ενός αποδοτικότερου και δικαιότερου συστήματος αφενός είσπραξης των φόρων και αφετέρου διοχέτευσής τους σε παραγωγικούς τομείς, με πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις στην οικονομία.

Παράλληλα, η επιτάχυνση της μείωσης του χρέους μέσω πρόωρων αποπληρωμών ενισχύει περαιτέρω την αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και περιορίζει τις μελλοντικές ανάγκες διαρθρωτικής προσαρμογής. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μόνιμος δημοσιονομικός χώρος τα επόμενα χρόνια, ικανός να υποστηρίξει επιπλέον δημόσιες επενδύσεις, στοχευμένες κοινωνικές παρεμβάσεις, αλλά και μέτρα ελάφρυνσης του φορολογικού βάρους, χωρίς να διαταράσσεται η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική ισορροπία.

Οι δημοσιονομικές επιδόσεις

Πιο συγκεκριμένα, και με βάση τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ, καταγράφηκε για πρώτη φορά από το 2019 μεταστροφή του αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ το 2023 σε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ το 2024. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2024 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, από πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ το 2023, υπερβαίνοντας σημαντικά την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού 2025 (πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ).

Παράλληλα, το δημόσιο χρέος μειώθηκε αισθητά κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.) του ΑΕΠ, από 163,9% του ΑΕΠ το 2023 σε 153,6% του ΑΕΠ το 2024 – το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Η αποκλιμάκωση αυτή οφείλεται τόσο στην αύξηση του ΑΕΠ όσο και στη μείωση του χρέους σε ονομαστικούς όρους κατά 4,2 δισεκ. ευρώ. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και το τέταρτο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ είναι μία από τις έξι μόλις χώρες που κατέγραψαν πλεονασματικό συνολικό προϋπολογισμό.

Σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα το χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 29,6 ποσοστιαίες μονάδες (55,8 σε σχέση με το 2020), ωστόσο παραμένει το υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. H Ιταλία βρίσκεται στη 2η θέση (135,3%) και ακολουθούν: η Γαλλία (113,0%), το Βέλγιο (104,7%), η Ισπανία (101,8%), η Πορτογαλία (94,9%), η Φινλανδία (82,1%), η Αυστρία (81,8%), η Σλοβενία (67,0%), η Κύπρος (65,0%), η Γερμανία (62,5%), η Σλοβακία (59,3%), η Κροατία (57,6%), η Μάλτα (47,4%), η Λετονία (46,8%), η Ολλανδία (43,3%), η Ιρλανδία (40,9%), η Λιθουανία (38,2%), το Λουξεμβούργο (26,3%) και η Εσθονία (23,6%).

Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του χρέους της γενικής κυβέρνησης, το 71,5% αφορά μακροπρόθεσμα δάνεια, το 23,8% μακροπρόθεσμα χρεόγραφα, το 2,2% βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα, το 2,1% διαθέσιμα και καταθέσεις και το 0,5% βραχυπρόθεσμα δάνεια. Σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Eurobank σημειώνει ότι σε σχέση με το 2018, ήτοι το έτος που ολοκληρώθηκε το 3ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, το μερίδιο των μακροπρόθεσμών χρεογράφων στο χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 11,6 ποσοστιαίες μονάδες (από 12,2% το 2018 στο 23,8% το 2024) και το αντίστοιχο μερίδιο των μακροπρόθεσμων δανείων μειώθηκε κατά 10,6 ποσοστιαίες μονάδες (από 82,0% το 2018 στο 71,5% το 2024).

Αυτή η μεταβολή στη σύνθεση του χρέους της γενικής κυβέρνησης, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, αποτυπώνει τη σταδιακή αντικατάσταση του ελληνικού δημόσιου χρέους που διακρατά ο επίσημος τομέας με χρέος που διακρατά ο ιδιωτικός τομέας. Σύμφωνα με την τράπεζα Eurobank, η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, πειθαρχίας και αξιοπιστίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη έτσι ώστε η προαναφερθείσα μετάβαση να είναι ομαλή και με ευνοϊκούς όρους για την ελληνική οικονομία.

Οι προοπτικές για το δημόσιο χρέος

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η σημαντική υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου του 2024 κρίνεται ως ιδιαίτερα θετική υπό τις παρούσες συνθήκες αβεβαιότητας και αναδεικνύει τη σημασία των δημοσιονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της προηγούμενης περιόδου ως μέσου βελτίωσης της ανθεκτικότητας της οικονομίας, ενισχύοντας τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας – που ήδη επιβεβαιώνεται με σειρά αναβαθμίσεων του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο, η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους πρέπει να παραμείνει βασική προτεραιότητα παράλληλα με μια δίκαιη και σταθεροποιητική δημοσιονομική πολιτική φιλική προς την ανάπτυξη.

Πιο αναλυτικά, η δυνατότητα υλοποίησης της πρωτοβουλίας για την πρόωρη αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των δανείων GLF στηρίζεται στο υψηλό επίπεδο ταμειακών διαθεσίμων, το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 15% τουΑΕΠ. Καθώς η χώρα καταγράφει ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις και έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα μέσω διαδοχικών αναβαθμίσεων, δεν κρίνεται πλέον απαραίτητη η διατήρηση ενός τόσο υψηλού ταμειακού αποθέματος. 14 Η αξιοποίησή του θα επιτρέψει την ταχύτερη απομείωση του χρέους, χωρίς να διακυβεύεται η σταθερή παρουσία του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές ομολόγων.

Όπως σημειώνει η ΤτΕ, η επιτάχυνση της αποκλιμάκωσης του χρέους, σε σύγκριση με τον υφιστάμενο μεσοπρόθεσμο στόχο, θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, θα περιορίσει το κόστος εξυπηρέτησης και θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του χρέους. Παράλληλα, θα αυξήσει την προβλεψιμότητα της δημοσιονομικής στρατηγικής, θα μειώσει τις απαιτήσεις διαρθρωτικής προσαρμογής και θα δημιουργήσει μόνιμο δημοσιονομικό χώρο για τα επόμενα χρόνια, ικανό να υποστηρίξει κοινωνικές παρεμβάσεις χωρίς να διαταράσσονται η μακροπρόθεσμη ισορροπία της δημοσιονομικής πολιτικής και ο αντικυκλικός της χαρακτήρας. Ταυτόχρονα, η εν λόγω κίνηση εκπέμπει ένα ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές και τους θεσμούς για τη σταθερή προσήλωση της χώρας στη διατηρήσιμη μείωση του χρέους.

Επιπλέον, περιορίζει την έκθεση σε μελλοντικούς κινδύνους από ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων και στηρίζει την πορεία περαιτέρω αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Τέλος, πρόκειται για μια επιλογή υψηλού συμβολισμού και ουσίας, που αναδεικνύει την προνοητικότητα της οικονομικής πολιτικής και ενσωματώνει την αρχή της διαγενεακής αλληλεγγύης, καθώς οι πόροι της σημερινής γενιάς αξιοποιούνται για τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων των επόμενων γενεών, δεδομένου ότι θα απαιτούνται χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους.

Οι προκλήσεις για την δημοσιονομική πολιτική

Από κει και πέρα, η ΤτΕ σημειώνει ότι στην παρούσα συγκυρία, η ενίσχυση του σταθεροποιητικού χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της μεταρρύθμισης της άμεσης φορολόγησης των εισοδημάτων. Ιδιαίτερα, η πρόσφατη εμπειρία στην Ελλάδα καταδεικνύει ότι η ενίσχυση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος μπορεί να εξουδετερώσει τη φορολογική διάβρωση (fiscal drag), συμβάλλοντας παράλληλα σε μια δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών και σε βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων.

Στην ίδια κατεύθυνση, της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών, έχει συμβάλει και η πρόσφατη αλλαγή στον τρόπο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών με την εισαγωγή ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος. Στοχευμένα φορολογικά κίνητρα θα πρέπει επίσης να παρέχονται στις νεοφυείς επιχειρήσεις και στις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, με πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις στην οικονομία μακροπρόθεσμα.Σε κάθε περίπτωση, κάθε σχέδιο αναπροσαρμογής φόρων και εισφορών θα πρέπει να εγγυάται τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.

Παράλληλα όμως, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ποιότητα και την αποδοτικότητα των δημόσιων δαπανών. Αυτό προϋποθέτει αξιολόγηση και επαναπροσανατολισμό των δημόσιων πόρων από τομείς με χαμηλή παραγωγικότητα προς εκείνους που προσφέρουν πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία και στην κοινωνία, καθώς και την αποφυγή μέτρων αποσπασματικού και βραχυχρόνιου χαρακτήρα στη διαχείριση των δαπανών.

Ειδικότερα στην περίπτωση της στόχευσης των κοινωνικών δαπανών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια και πέραν των εισοδηματικών, όπως προκύπτουν από τις φορολογικές δηλώσεις, δεδομένης της τάσης απόκρυψης των εισοδημάτων. Επιπρόσθετα, οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να ενάσσονται σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που να μην είναι πολύπλοκο, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τα εμπόδια της γραφειοκρατίας ώστε αφενός να ενισχύεται η αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών και αφετέρου να δίνονται κίνητρα για την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου και του κεφαλαιακού εξοπλισμού. Συναφή μέτρα ενίσχυσης της διαφάνειας και της λογοδοσίας της δημόσιας διοίκησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος.

Το στοίχημα του Ταμείου Ανάκαμψης

Όσον αφορά την απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), μέχρι στιγμής η Ελλάδα σημειώνει ικανοποιητική πρόοδο στην εκπλήρωση σχετικών οροσήμων και στόχων και στην είσπραξη των δόσεων. Ειδικότερα, μετά την εκταμίευση της 5ης δόσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μάιο του 2025, η Ελλάδα έχει λάβει συνολικά 21,3 δισεκ. ευρώ (59% των διαθέσιμων πόρων), εκ των οποίων 11,4 δισεκ. ευρώ σε δάνεια (64% του συνόλου) και 9,9 δισεκ. ευρώ σε επιχορηγήσεις (55% του συνόλου), έχοντας ολοκληρώσει το 35% των συμφωνημένων στόχων/οροσήμων.

Σχετικά με το δανειακό σκέλος του RRF, ικανοποιητική πρόοδος έχει συντελεστεί και ως προς την υπογραφή συμβάσεων δανείων. Η ΤτΕ σημειώνει ότι ο προϋπολογισμός των συμβασιοποιημένων δανείων παρακολουθείται ως προαπαιτούμενος στόχος κατά την υποβολή αιτημάτων είσπραξης του δανειακού σκέλους του Μηχανισμού.

Συγκεκριμένα, έως το τέλος Μαΐου του 2025 είχαν υποβληθεί 1.096 αιτήσεις για χρηματοδότηση μέσω δανείων του Μηχανισμού, προυπολογισμού 14,4 δισεκ. ευρώ, από τις οποίες 452 έχουν προχωρήσει σε υπογραφή σύμβασης έργων ύψους 7,1 δισεκ. ευρώ (ή 61% των συνολικών εισπράξεων δανείων). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την επιχειρησιακή συμφωνία της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον RRF, το σύνολο των δανείων πρέπει να έχει συμβασιοποιηθεί έως το τέλος του 2026.

Όσον αφορά τις εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις, αυτές αναμένεται να πραγματοποιούνται έως το 2029, καθώς τα δάνεια εκταμιεύονται τμηματικά, με βάση την πορεία υλοποίησης των έργων, σε βάθος χρόνου τριών ετών που θεωρείται η μέση κατασκευαστική περίοδος. Έως το τέλος Μαΐου του 2025 οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις ανέρχονταν σε 3,9 δισεκ. ευρώ.

Εντούτοις, ως προς το σκέλος των επιχορηγήσεων του RRF, οι εκταμιεύσεις προς τους τελικούς δικαιούχους παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αν και επιταχύνθηκαν το 2024. Ειδικότερα, μέχρι το τέλος του 2024 είχε καταβληθεί ποσό ύψους 5,1 δισεκ. ευρώ (ή 52% των εισπράξεων επιχορηγήσεων) στους τελικούς δικαιούχους, ενώ μέχρι το Μάιο του 2025 επιπλέον 4,7 δισεκ. ευρώ μεταβιβάστηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό προς τους φορείς της γενικής κυβέρνησης.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανάλογες καθυστερήσεις διαπιστώνονται στις περισσότερες χώρες και οφείλονται κυρίως στην περιορισμένη διοικητική ικανότητα σε συνδυασμό με το μεγάλο όγκο της χρηματοδότησης και το μεγάλο διαχειριστικό φόρτο. 10 Ειδικότερα για την Ελλάδα, η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εμποδίζεται επιπλέον από αδυναμία συντονισμού των διαδικασιών, καθώς και χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες σχετικές με τις δημόσιες προμήθειες και τις μεταβιβάσεις δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.

Για την επίσπευση των διαδικασιών και τη διασφάλιση της πλήρους απορρόφησης των διαθέσιμων πόρων, το Μάιο του 2025 η Ελλάδα κατέθεσε το δεύτερο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που περιλαμβάνει αναμόρφωση ορισμένων οροσήμων/στόχων και αντικατάσταση έργων με κριτήριο την ωρίμανση. Η ενέργεια αυτή είναι σύμφωνη και με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς όλες τις χώρες Δεδομένης της περιορισμένης διάρκειας ζωής του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU, χρειάζεται εντατικότερη προσπάθεια για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης αξιοποίηση των θετικών επιδράσεων του μέσου αυτού στο ρυθμό ανάπτυξης και στην παραγωγικότητα της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.

Διαβάστε ακόμη: