Οι συνθήκες για τη ρευστότητα των τραπεζών δέχθηκαν σημαντικές πιέσεις στο τέλος του α΄ τριμήνου του 2020, λόγω επίδρασης της πανδημίας με αποτέλεσμα τη μείωση στις διατραπεζικές συναλλαγές και στις συναλλαγές repos. Εντούτοις, οι συντονισμένες θεσμικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο οδήγησαν σε σταθεροποίηση της ρευστότητας από το β΄ τρίμηνο του 2020 και σε ανάκαμψη των αγορών.
Σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης και η διευκολυντική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ συνετέλεσαν στη μείωση των πιέσεων στη ρευστότητα των τραπεζών ενώ αποφεύχθηκαν γενικευμένες εταιρικές πτωχεύσεις. Συγκεκριμένα, η δυσλειτουργία των αγορών αντιμετωπίστηκε σε σημαντικό βαθμό από τα έκτακτα μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ, σταδιακά από τον Μάρτιο του 2020, καθώς μειώθηκε το κόστος δανεισμού ενώ διασφαλίστηκαν ομαλές συνθήκες ρευστότητας στην αγορά κατά την περίοδο της πανδημίας.
Στις 7 Απριλίου 2020 η ΕΚΤ υιοθέτησε την αύξηση των αποδεκτών εξασφαλίσεων που χρησιμοποιούνται ως ενέχυρο για τη χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ προχώρησε, μεταξύ άλλων, στη χορήγηση “παρέκκλισης” (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, αρχικά έως το τέλος του 2020.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε παράταση της ισχύος της “παρέκκλισης” έως τον Ιούνιο του 2022. Στην κατηγορία των μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει διευρύνει το πλαίσιο «Πρόσθετων Πιστωτικών Απαιτήσεων» 20 για τις τράπεζες, επιτρέποντας σε συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια επιχειρηματικών δανείων που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας, να γίνονται αποδεκτά ως επιλέξιμες εξασφαλίσεις από την ΕΚΤ.
Τι γίνεται με τις καταθέσεις
Πρέπει να επισημανθεί ότι η αυξητική τάση των καταθέσεων που είχε παρατηρηθεί κατά την πρώτη περίοδο εμφάνισης της πανδημίας συνεχίστηκε και κατά την εξεταζόμενη περίοδο, παρά τη διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν έγκαιρα με σκοπό την ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών, τη στήριξη της κατανάλωσης και την άμβλυνση των αρνητικών επιδράσεων στην πραγματική οικονομία.
Η συνολική πορεία των καταθέσεων συνέχισε την άνοδο και το β΄ εξάμηνο του 2020, καθώς το ύψος των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά διαμορφώθηκε σε 153,1 δισεκ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2020 για να ενισχυθεί περαιτέρω σε 158,7 δισεκ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2020 (Σεπτέμβριος 2020: 153,1 δισεκ. ευρώ, Ιούνιος 2020: 148,5 δισεκ. ευρώ, Μάρτιος 2020: 145,1 δισεκ. ευρώ, Δεκέμβριος 2019: 143,1 δισεκ. ευρώ). Η ανοδική πορεία των καταθέσεων των νοικοκυριών συνεχίστηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο, παρά τη μείωση της απασχόλησης σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας που σχετίζονται άμεσα με την εστίαση και τον τουρισμό.
Η συνολική πορεία των καταθέσεων από τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσίασε επίσης αυξητική τάση από το β΄ τρίμηνο του 2020. Κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα, σημαντική αύξηση παρατηρείται στις καταθέσεις όψεως, ενώ μικρότερη αύξηση εμφανίζουν οι καταθέσεις προθεσμίας. Η αυξητική αυτή τάση αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του κοτωνοϊου, όπως το Πρόγραμμα Επιστρεπτέας Προκαταβολής. Τα επιτόκια καταθέσεων από τις μη χρηματο-πιστωτικές επιχειρήσεις παρουσίασαν μείωση το 2020, για όλες τις διάρκειες.
Τι γίνεται με τη χρηματοδότηση των τραπεζών από το Ευρωσύστημα
Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα αυξήθηκε από το γ΄ τρίμηνο του 2020 για να διαμορφωθεί σε 41,2 δισεκ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020 (Νοέμβριος 2020: 39,0 δισεκ. ευρώ, Σεπτέμβριος 2020: 39,0 δισεκ. ευρώ, Ιούνιος 2020: 36,8 δισεκ. ευρώ, Μάρτιος 2020: 12,3 δισεκ. ευρώ, Δεκέμβριος 2019: 7,7 δισεκ. ευρώ). H σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα οφείλεται στους ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης μέσω των πράξεων TLTRO-III και την αύξηση του αποδεκτού ενεχύρου για σκοπούς Ευρωσυστήματος μετά την απόφαση της ΕΚΤ που κατέστησε τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου εκ νέου αποδεκτούς για την ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό οι ελληνικές τράπεζες υποκατέστησαν σε μεγάλο βαθμό τη διατραπεζική αγορά ενώ βελτίωσαν περαιτέρω τη ρευστότητά τους.
Η αύξηση της χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος έχει οδηγήσει στην οικοδόμηση βελτιωμένων αποθεμάτων στην ρευστότητα των τραπεζών, ενώ οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διευρύνουν περαιτέρω τις θέσεις τους, βελτιώνοντας τη σύνθεση των χαρτοφυλακίων τους με χρεόγραφα υψηλής ρευστοποίησης (Level 1) και ελεύθερα από οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις (unencumbered). Στόχος είναι η διαρκής βελτίωση του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (Liquidity coverage ratio – LCR) των τραπεζών, ο οποίος το γ΄τρίμηνο του 2020 ανήλθε στο 156,5% σε επίπεδο συστήματος, μέσω της αύξησης των υψηλής ποιότητας ρευστών διαθεσίμων (High quality liquid assets – HQLAs).