Ο πρώην επικεφαλής της γερμανικής εταιρείας πληρωμών Wirecard παραπέμφθηκε σε δίκη κατηγορούμενος για συμμετοχή στη μεγαλύτερη υπόθεση απάτης στη γερμανική ιστορία. Ο 53 χρονος Markus Braun, ηγήθηκε της αστρονομικής σε ταχύτητα ανόδου της Wirecard σε έναν από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς κολοσσούς της Γερμανίας.
Οι χρηματοδότες και οι πολιτικοί έμειναν έκθαμβοι από την επιτυχία της Wirecard μέχρι την εξίσου θεαματική και εξευτελιστικής της κατάρρευσης.
Η δίκη πρόκειται να διεξαχθεί την Πέμπτη σε μια δικαστική αίθουσα υψίστης ασφαλείας στη φυλακή Stadelheim του Μονάχου.
Ο κ. Braun, ο οποίος ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της Wirecard, κρατείται έχοντας κριθεί προφυλακιστέος στη φυλακή και αρνείται οποιαδήποτε αδικοπραγία. Μαζί τουδικάζονται και άλλοι δύο πρώην διευθυντές. Ο Oliver Bellenhaus επικεφαλής της θυγατρικής της Wirecard στο Ντουμπάι, ενώ ο Stephan von Erffa ήταν υπεύθυνος για τη λογιστική αναφορά.
Ένας άνδρας ωστόσο που δεν βρίσκεται στο εδώλιο είναι ο πρώην επικεφαλής επιχειρησιακός διευθυντής (COO) της Wirecard.
Σύμφωνα με το BBC, όταν αποκαλύφθηκε η έκταση του σκανδάλου γύρω από τον γίγαντα πληρωμών τον Ιούνιο του 2020 ο Jan Marsalek είχε εξαφανιστεί.
Θεωρούμενος ο νούμερο δύο του Markus Braun, έγινε σύντομα καταζητούμενος στη Γερμανία και βρίσκεται επίσης στη λίστα των πιο καταζητούμενων της Europol, με την υποψία ότι διέπραξε απάτη από εμπορικές συμμορίες. Αν καταδικαστούν, αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης πολλών ετών.
Η Wirecard ιδρύθηκε το 1999 σε ένα προάστιο του Μονάχου.
Η εταιρεία επεξεργαζόταν διαδικτυακές πληρωμές με πιστωτική κάρτα, κυρίως για ιστότοπους πορνογραφίας και τυχερών παιχνιδιών, προτού επεκταθεί στον τραπεζικό τομέα, εκδίδοντας πιστωτικές και προπληρωμένες κάρτες. Σε έναν κόσμο όπου οι πληρωμές χωρίς μετρητά όλο και αυξάνονταν η Wirecard ήταν σε τέλεια θέση να κυριαρχήσει.
Μέχρι το 2005 κατάφερε να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης και το 2018 εντάχθηκε στον δείκτη Dax 30 των κορυφαίων εταιρειών blue-chip της Γερμανίας, ξεπερνώντας την Commerzbank. Οι μετοχές της εκτινάχθηκαν στα €140 (£120) και η αξία της έφτασε τα €24 δισ.
Θεωρήθηκε ως ένα επιχειρηματικό success story και η Άνγκελα Μέρκελ, η οποία ήταν καγκελάριος εκείνη την εποχή, άσκησε πιέσεις για λογαριασμό της Wirecard κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης της στην Κίνα το 2019, όταν η Wirecard ήθελε να αγοράσει μια εταιρεία.
Στα παρασκήνια δεν ήταν όλα καλά.
Υπήρχαν ήδη αναφορές στους Financial Times που αμφισβητούσαν τα στοιχεία του Wirecard. Στη συνέχεια, το 2016, μια άγνωστη ερευνητική εταιρεία ισχυρίστηκε σύνδεση της Wirecard με διαδικασίες για ξέπλυμα χρήματος και απάτη.
Στις αρχές του 2019, η εταιρεία απέρριψε ως συκοφαντική μια έκθεση της FT ότι τα αφεντικά είχαν πλαστογραφήσει και είχαν καθυστερήσει συμβάσεις.
Τα έγγραφα που διέρρευσαν αποκάλυψαν σύντομα λογιστικά προβλήματα στις δραστηριότητες της Wirecard στην Ασία, αλλά η εταιρεία κατηγόρησε τους κερδοσκόπους.
Αντί να ερευνήσει τη Wirecard, η γερμανική χρηματοοικονομική ρυθμιστική αρχή BaFin επέλεξε να ερευνήσει τους δημοσιογράφους και απαγόρευσε στους επενδυτές να πραγματοποιήσουν ανοικτές πωλήσεις (short selling) – στοιχηματίζοντας στην πτώση της τιμής της μετοχής η οποία βυθίστηκε περισσότερο από 40%.
Όλα κατέρρευσαν το 2020.
Η Wirecard κήρυξε πτώχευση αφού αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι €1,9 δισ. που έλειπαν από τους λογαριασμούς της πιθανότατα δεν υπήρξαν ποτέ.
Διαβάστε ακόμη: