Στο επίκεντρο της οικονομικής ατζέντας μπαίνουν οι φορολογικές ελαφρύνσεις και οι παρεμβάσεις στήριξης που ανακοίνωσε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την επόμενη διετία, σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο Wood & Company. Το πακέτο, που εκτιμάται σε €1,76 δισ. το 2026 (0,7% του ΑΕΠ) και €2,5 δισ. το 2027 (0,9% του ΑΕΠ), περιλαμβάνει ευρύτατες μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος, στήριξη σε οικογένειες με παιδιά, ελαφρύνσεις για νέους, καθώς και νέες κλίμακες αποδοχών για ένστολους.
Οι φορολογικοί συντελεστές μειώνονται κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες σχεδόν σε όλα τα κλιμάκια, εκτός από το χαμηλότερο και το υψηλότερο. Παράλληλα, θεσπίζεται νέα κλίμακα με χαμηλότερο φόρο (39% από 42%) για εισοδήματα €40.000–60.000, ενώ η ανώτατη κλίμακα παραμένει στο 44%. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε επίσης σημαντικές διευκολύνσεις για οικογένειες με παιδιά: τα νοικοκυριά με τέσσερα παιδιά και εισόδημα έως €20.000 απαλλάσσονται πλήρως από φόρο εισοδήματος, ενώ οι μικρότερες οικογένειες θα δουν σημαντικές μειώσεις στα ποσοστά.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η ελάφρυνση για τους νέους. Όσοι είναι έως 25 ετών δεν θα πληρώνουν φόρο για εισοδήματα έως €20.000, ενώ για τις ηλικίες 26–30 ο φόρος θα είναι μόλις 9% αντί 20% στο εισοδηματικό κλιμάκιο €10.000–20.000. Στην περιφέρεια, μειώνονται οι συντελεστές ΦΠΑ σε απομακρυσμένες περιοχές και προχωρά η πλήρης κατάργηση του ΕΝΦΙΑ σε μικρές πόλεις έως το 2027. Η κυβέρνηση επιχειρεί με τον τρόπο αυτό να δώσει απάντηση τόσο στο δημογραφικό όσο και στην ανάγκη στήριξης της υπαίθρου.
Η πτωτική πορεία του χρέους
Παρά το κόστος των νέων μέτρων, η στρατηγική της δημοσιονομικής πειθαρχίας παραμένει αμετακίνητη. Η Ελλάδα καταγράφει διαρκώς υψηλότερα πλεονάσματα από τους στόχους – το 2024 σε ταμειακή βάση το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε στο 5,1% του ΑΕΠ και στο πρώτο επτάμηνο του 2025 είχε ανέλθει στο 6,5%.
Έτσι, το χρέος έχει μπει σε καθαρή τροχιά αποκλιμάκωσης. Από το ιστορικό υψηλό του 212,8% του ΑΕΠ το 2021, έχει πέσει στο 152,5% το α΄ τρίμηνο του 2025, με την κυβέρνηση να στοχεύει σε 149,1% στο τέλος του έτους. Η Wood εμφανίζεται πιο αισιόδοξη, προβλέποντας περαιτέρω πτώση στο 144,2% το 2025, στο 134,5% το 2026 και σε μόλις 101,3% το 2030. Εφόσον το σενάριο αυτό επαληθευθεί, η χώρα θα έχει μειώσει το χρέος της κατά πάνω από 110 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα σε μία δεκαετία – κάτι που θα εδραιώσει οριστικά την επιστροφή της σε μια σταθερή, επενδυτικού επιπέδου οικονομία.
Κλειδί σε αυτήν την πορεία αποτελεί η διαχείριση των δανείων της κρίσης. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών έχουν ήδη θέσει ως στόχο την πρόωρη εξόφληση των δανείων του Greek Loan Facility (GLF) έως το 2031, δέκα χρόνια νωρίτερα. Αυτό θα μειώσει τον μελλοντικό κίνδυνο αναχρηματοδότησης με ακριβότερους όρους, καθώς τα χαμηλότοκα δάνεια της κρίσης θα έπρεπε να αντικατασταθούν με νέα, με επιτόκια πάνω από 3%.
Η χρηματοδοτική θέση παραμένει εξαιρετικά ισχυρή. Τα κρατικά ταμεία διατηρούν αποθεματικά ύψους €42,6 δισ., τριπλάσια των φετινών αναγκών, ενώ το πρόγραμμα αποπληρωμών είναι ομαλό, με περίπου €11 δισ. ετησίως ως το 2036.
Οι εκτιμήσεις για την οικονομία
Παρά την κάμψη της κατανάλωσης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Wood προβλέπει ανάπτυξη 2% το 2025 και 2,5% το 2026, έναντι 2% και 1,8% αντίστοιχα στο consensus. Οι επενδύσεις στηρίζονται κυρίως από την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης: μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει λάβει €21,3 δισ., που αντιστοιχούν στο 59,3% του συνολικού ποσού, και έως τον Σεπτέμβριο αναμένεται να ξεπεράσει το 70%.
Στην αγορά εργασίας, οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού (στα €880 το 2025 και στόχος €950 το 2027) δίνουν ώθηση στα εισοδήματα, χωρίς να εκτροχιάζουν την παραγωγικότητα, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να μείνουν υπό έλεγχο. Ο πληθωρισμός προβλέπεται στο 3% φέτος και 2,8% το 2026.
Συνολικά, η εικόνα που αναδύεται είναι μιας οικονομίας που έχει πλέον τη δυνατότητα να στηρίζει την ανάπτυξη και τις κοινωνικές ανάγκες, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα. Η αποκλιμάκωση του χρέους, οι σταθερές επενδυτικές ροές και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας δημιουργούν το πλαίσιο για μια δεκαετία πιο βιώσιμη και λιγότερο εξαρτημένη από εξωτερικούς κινδύνους.