Η Βιταμίνη D ήταν και παραμένει τα τελευταία χρόνια στο «επίκεντρο» του επιστημονικού ενδιαφέροντος και όπως φαίνεται, όχι αδίκως.
Ενώ έχει επικρατήσει ο προσδιορισμός «βιταμίνη», η βιταμίνη D διαφέρει από τις άλλες βιταμίνες, καθώς στην πραγματικότητα είναι μία στεροειδής ορμόνη, η οποία παράγεται από το μόριο της χοληστερόλης όταν το δέρμα μας έρθει σε επαφή με τις UVB ακτίνες του ήλιου.
Για το λόγο είναι γνωστή και ως «η βιταμίνη του ήλιου».
Γιατί είναι τόσο σημαντική;
Η βιταμίνη D έχει συσχετιστεί με διάφορα πιθανά οφέλη για την υγεία μας όπως:
- Καλή υγεία των οστών. Μειωμένος κίνδυνος οστεοπόρωσης και καταγμάτων σε μεγαλύτερους ενήλικες.
- Ενίσχυση ανοσοποιητικού.
- Μείωση νοσηρότητας και θνητότητας κατά τη λοίμωξη COVID- 19.
- Καλύτερη διαχείριση συμπτωμάτων κατά την εμμηνόπαυση.
- Καλύτερη υγεία του μωρού αλλά και της γυναίκας κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και του θηλασμού.
- Καλύτερη υγεία αυστηρά χορτοφάγων.
- Πρόληψη κατά διαφόρων μορφών καρκίνου.
- Συμβολή στην ψυχική υγεία και συγκεκριμένα καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων κατάθλιψης.
- Μειωμένος κίνδυνος εμφάνισης αυτοάνοσων παθήσεων, όπως ο διαβήτης τύπου 1.
- Μακροζωία.
Βιταμίνη D: Γιατί οι περισσότεροι έχουμε ανεπάρκεια ή και έλλειψη;
Η επάρκεια της βιταμίνης D ενώ φαίνεται εύκολη υπόθεση τα δεδομένα δείχνουν ότι μάλλον δεν είναι, αφού 7 στα 10 άτομα παρουσιάζουν ανεπάρκεια ή και έλλειψη.
Μάλιστα η ανεπάρκεια βιταμίνης D στο γενικό πληθυσμό είναι σε ποσοστό 30 με 50% υποκλινική.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του σώματος να «πάρει» βιταμίνη D από τον ήλιο, κάποιοι από τους οποίους είναι:
- Το γεωγραφικό πλάτος που ζούμε.
- Η ζωή σε περιοχές με αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση, όπως οι μεγαλουπόλεις.
- Η εποχή του χρόνου.
- Η χρήση αντηλιακού.
- Περνώντας τον περισσότερο χρόνο της ημέρας σε εσωτερικούς χώρους.
- Η ηλικία, καθώς όσο μεγαλώνουμε μειώνεται η ικανότητα του δέρματος να συνθέτει βιταμίνη D.
- Η παχυσαρκία. Η αυξημένη συσσώρευση λίπους στα παχύσαρκα άτομα δεσμεύει την βιταμίνη D και μειώνει την βιοδιαθεσιμότητά της.
- Ηπατικές ή νεφρικές παθήσεις. Ασθενείς με ηπατική/ νεφρική νόσο έχουν μειωμένη ικανότητα μετατροπής της βιταμίνης D στην ενεργή της μορφή, καθώς η βιταμίνη D μεταβολίζεται πρώτα στο ήπαρ και στη συνέχεια παίρνει την δραστική της μορφή στα νεφρά.
- Σύνδρομα δυσαπορρόφησης, όπως νόσο του Crohn, κοιλιοκάκη.
- Φαρμακευτική αγωγή που εμποδίζει την απορρόφηση της βιταμίνης D, όπως γλυκοκορτικοειδή, αντιμυκητιασικά, αντιεπιληπτικά φάρμακα.
- Η σκουρόχρωμη επιδερμίδα/το μαυρισμένο σώμα.
Πηγές βιταμίνης D:
- Υπεριώδης ακτινοβολία (80-90%).
- Διατροφή (10-20%), όπως, λιπαρά ψάρια (σολομός, σαρδέλες, σκουμπρί), κρόκος αβγού και εμπλουτισμένα τρόφιμα (γάλα, δημητριακά, χυμός πορτοκάλι, κ.α.).
- Συμπληρώματα Διατροφής.
Πώς επηρεάζει το μαύρισμα τα επίπεδα βιταμίνης D στο σώμα;
Η βασική πηγή βιταμίνης D είναι ο ήλιος. Η έκθεση τουλάχιστον του 1/3 της επιφάνειας του σώματος για 10 με 30 λεπτά περίπου τρεις (3) φορές την εβδομάδα, θα πρέπει να αρκεί για να έχει ένα άτομο με σχετικά ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα.
Τι γίνεται όμως με τις πιο σκουρόχρωμες επιδερμίδες;
Το μαυρισμένο δέρμα οφείλεται σε μία χρωστική, γνώστη ως μελανίνη. Η μελανίνη δρα ως φυσικό αντηλιακό, απορροφώντας της ακτίνες UV και προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο το δέρμα από κάψιμο και καρκίνο του δέρματος.
Ωστόσο η μελανίνη με αυτόν τον τρόπο μπλοκάρει και την σύνθεση της βιταμίνης D από το δέρμα.
Έτσι, όσο πιο πολύ μελανίνη υπάρχει, δηλαδή όσο περισσότερο μαυρισμένη είναι μία επιδερμίδα τόσο λιγότερη βιταμίνη D θα συνθέσει σε σχέση με μία πιο ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα.
Επομένως, δημιουργείται το εξής πρόβλημα, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες: όσο περισσότερο εκθέτουμε το σώμα μας στον ήλιο, τόσο περισσότερο μαυρίζουμε και αναλογικά τόσο περισσότερο μειώνεται η σύνθεση βιταμίνης D και αυξάνεται ο χρόνος που χρειάζεται να μείνουμε στον ήλιο για να την συνθέσουμε.
Μελέτες, μάλιστα, εκτιμούν πως οι πιο μαυρισμένες επιδερμίδες χρειάζονται από 30 λεπτά έως και 3 ώρες περισσότερης έκθεσης στον ήλιο για να «πάρουν» επαρκή ποσότητα βιταμίνης D σε σύγκριση με τις πιο ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες. Για τον λόγο αυτό, τα άτομα με πιο μαυρισμένες επιδερμίδες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανεπάρκειας βιταμίνης D και ενδεχομένως χρειαστούν την συμπληρωματική χορήγησή της.
Αν και η εμφανέστερη λύση για την πρόληψη της ανεπάρκειας βιταμίνης D στις πιο μαυρισμένες επιδερμίδες είναι η μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η ηλιακή ακτινοβολία, μερικές από τις οποίες είναι:
- κάψιμο,
- βλάβη στα μάτια,
- γήρανση του δέρματος και
- καρκίνος του δέρματος.