«Η συγκομιδή της ελιάς» (La cueillette des olives) του Βίνσεντ βαν Γκογκ είναι ένα από εκείνα τα εξαιρετικά έργα που παρουσιάζονται στον πρώτο όροφο του μουσείου Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή και μπορεί να το εντοπίσει κανείς πολύ εύκολα στη διαδικτυακή εξερεύνηση της συλλογής, καθώς βρίσκεται σε περίοπτη θέση.
Αυτός ο πίνακας, που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε το 1889 –περίοδο που βρισκόταν έγκλειστος στην ψυχιατρική κλινική του Σεν-Ρεμί, κοντά στην Αρλ–, εκφράζει όλη του την αγάπη για τη φύση, την οποία ανακάλυπτε στους περιπάτους του γύρω από το άσυλο. Στο τέλος του 1889, ο Βαν Γκογκ κατάφερε να μένει ώρες έξω στους ελαιώνες, ώσπου στις αρχές Δεκεμβρίου μπόρεσε να αποτυπώσει τρεις γυναίκες την ώρα του λιομαζώματος.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο έργο βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο μιας δικαστικής υπόθεσης που αμφισβητεί τόσο τη νόμιμη αγορά όσο και την κατοχή του, αρχικώς από το Μητροπολιτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης όσο και από το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.
Ειδικότερα, με μήνυση που κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα στο περιφερειακό δικαστήριο των ΗΠΑ, στο Οκλαντ, εννέα ενάγοντες, που ισχυρίζονται ότι είναι κληρονόμοι της Χέντβιχ Στερν, υποστηρίζουν ότι η Γερμανοεβραία συλλέκτρια αναγκάστηκε να φύγει από το Μόναχο για το Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας με τον σύζυγο και τα παιδιά της προκειμένου να γλιτώσει τις ναζιστικές διώξεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χάνοντας όλη της την περιουσία.
Θεωρούν ότι ο πολύτιμος πίνακας που κατασχέθηκε από τους ναζί έφτασε στο μουσείο των ΗΠΑ το 1957 και στη συνέχεια πουλήθηκε, εν αγνοία τους, το 1972 σε μυστική συναλλαγή. Εκτοτε, υποστηρίζουν, το έργο βρίσκεται σε ελληνικά χέρια, στην ιδιωτική συλλογή Γουλανδρή, και πλέον σε δημόσια θέα. Η αγωγή αναφέρει ότι το Ιδρυμα Γουλανδρή συνεχίζει να διατηρεί τον πίνακα στη συλλογή του παρά την προβληματική προέλευσή του.
«Το Ιδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή δεν έχει έως σήμερα επίσημα λάβει γνώση της αγωγής, επομένως δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε πάνω στο θέμα», ήταν η δήλωση που έλαβε η «Κ» εκ μέρους του Ιδρύματος, απαντώντας σε ερώτησή μας σχετικά με το θέμα. Στα αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την προέλευση του έργου που παρουσιάζονται στην ιστοσελίδα του μουσείου, αναφέρεται ότι ο πίνακας βρισκόταν αρχικώς στο Αμστερνταμ στην κατοχή της οικογένειας του ζωγράφου, στη συνέχεια στο Παρίσι στη συλλογή του εμπόρου τέχνης Αμβρόσιου Βολάρ και στη συνέχεια στο Μόναχο, αρχικώς ως ιδιοκτησία του δρος Αλφρεντ Βολφ (1912 και 1924) και του Γιούστιν Τανχάουζερ περίπου μέχρι το 1948.
Οι ενάγοντες ωστόσο υποστηρίζουν σε μια αγωγή 13 σελίδων πως όταν η Στερν δραπέτευσε από τη Γερμανία, τον Δεκέμβριο του 1936, η Γκεστάπο τής απαγόρευσε να μεταφέρει τα έργα τέχνης της συλλογής της. Ο πρώην δικηγόρος της Κουρτ Μοσμπάχερ ορίστηκε διαχειριστής για να ρευστοποιήσει την περιουσία της τον Απρίλιο του 1938, πουλώντας το συγκεκριμένο έργο και έναν πίνακα του Ρενουάρ στον Γερμανό συλλέκτη Τέοντορ Βέρνερ μέσω της γκαλερί Τανχάουζερ, που αρχικώς ανήκε στον ομώνυμο Εβραίο ιδιοκτήτη της και αργότερα δόθηκε στον «άριο» Πάουλ Ρέμερ. Τον Ιανουάριο του 1939, η Γκεστάπο κατάσχεσε όλη την περιουσία των Φριτς και Χέντβιχ Στερν. Το 1955 ο Βέρνερ επέστρεψε στη νόμιμη κάτοχο ένα άλλο από τα έργα της συλλογής της, αλλά όχι τον Βαν Γκογκ, ούτε τον Ρενουάρ.
«Η συγκομιδή της ελιάς» έφτασε τελικά στη Νέα Υόρκη και το Met αγόρασε τον πίνακα το 1956 από τον συλλέκτη Βίνσεντ Aστορ. Οι ενάγοντες πιστεύουν ότι ο τότε επικεφαλής επιμελητής και υποδιευθυντής του μουσείου, Θίοντορ Ρουσό, «γνώριζε είτε συνειδητά αγνόησε» τα προβλήματα προέλευσής του, καθώς υπήρξε ειδικός στο θέμα ως μέλος των Monuments Men and Women, δηλαδή της ομάδας Αμερικανών και Βρετανών επιμελητών, ιστορικών τέχνης και άλλων ειδικών που προσπάθησαν να εντοπίσουν τα έργα τέχνης που λεηλατήθηκαν από τους ναζί κατά τη διάρκεια και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά επέτρεψε να πραγματοποιηθεί η πώλησή του. Tο Met υποστήριξε στον αμερικανικό Τύπο ότι «η πώληση πληρούσε τα αυστηρά κριτήρια του μουσείου για τη διάθεση του πίνακα – συγκεκριμένα, καταγράφηκε ότι το έργο θεωρήθηκε χαμηλότερης ποιότητας από άλλα έργα του ίδιου τύπου της συλλογής».
Σύμφωνα με τους ενάγοντες, ο πίνακας τιμάται σε περίπου 75.000 δολάρια και ζητούν την επιστροφή του και αποζημίωση. Αναφέρουν, δε, ότι οι προσπάθειες ανάκτησής του έχουν υπάρξει ανεπιτυχείς έως τώρα. Ας σημειωθεί ότι η Στερν, η οποία πέθανε το 1983, πέρασε πολλά χρόνια προσπαθώντας να πάρει πίσω τη λεηλατημένη συλλογή της.
Διαβάστε ακόμη: