Τον τόνο των εξελίξεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών αλλά και στην οικονομία γενικότερα θα δώσουν τις επόμενες 20 μέρες οι τράπεζες, καθώς υλοποιούν τις τακτικές γενικές συνελεύσεις των μετόχων τους όπου θα ανακοινώσουν τους στόχους και τις προοπτικές τους, αφετέρου θα δημοσιεύσουν τα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου και θα ενημερώσουν τους αναλυτές.
Η αρχή έγινε με την Γενική Συνέλευση της Eurobank την περασμένη Πέμπτη, ακολουθεί η Alpha Bank στις 27 Ιουλίου και ο κύκλος κλείνει στις 28 Ιουλίου με την Εθνική Τράπεζα. Παράλληλα, η δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων για το πρώτο εξάμηνο του 2023 θα ξεκινήσει στις 31 Ιουλίου με την Eurobank και την Τράπεζα Πειραιώς, θα ακολουθήσει την 1η Αυγούστου η Εθνική Τράπεζα και θα ολοκληρωθεί στις 9 Αυγούστου με την Alpha Bank.
Τραπεζικοί αναλυτές μιλώντας στο Radar εκτιμούν ότι οι οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών για το πρώτο εξάμηνο θα εκπλήξουν θετικά τις αγορές και εστιάζουν σε δύο σημεία κλειδιά.
Τα κομβικά σημεία των οικονομικών αποτελεσμάτων
Το πρώτο είναι η ανάκαμψη της ζήτησης για νέα δάνεια, μετά την αρνητική πιστωτική επέκταση του πρώτου τριμήνου εξαιτίας του κύματος αποπληρωμών που εκδηλώθηκε. Βασικός λόγος της επιβράδυνσης αποτελεί η αύξηση του κόστους χρήματος λόγω ανόδου επιτοκίων και οι προσδοκίες ότι τα επιτόκια θα αποκλιμακωθούν μετά το 2024.
Το διάστημα Ιουλίου 2022 με Μάρτιο του 2023 η σωρευτική αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ανήλθε σε 350 μονάδες βάσης, ενώ έκτοτε η κεντρική τράπεζα συνέχισε να αυξάνει τα επιτόκια, αν και με βραδύτερο ρυθμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νέες εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων, μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων αναπτυξιακών οργανισμών, ανήλθαν σε περίπου 350 εκατ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 7% των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας, προς το σύνολο των επιχειρήσεων, έναντι 19% πέρσι.
Οι αντίστοιχες εκταμιεύσεις δανείων προς Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις ανήλθαν σε περίπου 190 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 17% των νέων δανείων τακτής λήξης, έναντι 58% πέρσι.
Ωστόσο, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο αλλά και τον Ιούλιο παρατηρείται αντιστροφή της τάσης και ανάκαμψη της ζήτησης για νέα δάνεια.
Το δεύτερο σημείο κλειδί είναι η εκτίναξη των επιτοκιακών εσόδων καθώς τα επιτόκια των καταθέσεων εξακολουθούν να είναι καθηλωμένα, ενώ εξαιρετικά χαμηλή παραμένει και η συμμετοχή των προθεσμιακών στο συνολικό μείγμα καταθέσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον περασμένο Φεβρουάριο που και οι ελληνικές τράπεζες προχώρησαν σε μικρές αναπροσαρμογές των επιτοκίων καταθέσεων, δεν υπήρξε συνέχεια.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα στοιχεία Απριλίου η Ελλάδα είναι 4η φθηνότερη, με επιτόκιο 1,22% σε ό,τι αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις νοικοκυριών με καθορισμένη διάρκεια έως 1 έτος, και 3η φθηνότερη με επιτόκιο 1,89% σε ό,τι αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις επιχειρήσεων με καθορισμένη διάρκεια.
Προς αναθεώρηση οι στόχοι κερδοφορίας
Όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, τα δύο παραπάνω σημεία κλειδιά ενδέχεται να οδηγήσουν τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να οδηγήσουν σε ανοδική αναθεώρηση στόχων κερδοφορίας και απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων για φέτος.
Ήδη οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες έχουν θέσει υψηλούς στόχους για αύξηση των οργανικών εσόδων κατά περίπου 20% συνολικά την προσεχή 3ετία, και βασική πηγή θα αποτελέσουν τα έσοδα από τόκους και προμήθειες. Οι εκτιμήσεις για ενίσχυση της κερδοφορίας βασίζονται:
1. Στην άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ και την παραμονή τους σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Τα επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο όχι μόνο το 2023 αλλά πιθανότατα και το 2024, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, εμπεδώνοντας τη μεγέθυνση των εσόδων από τόκους που αποτελούν τη βασική πηγή κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών σε ποσοστό μεταξύ 55%-60%.
2. Στη συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης μέσω νέων χορηγήσεων που στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος εκτιμάται ότι θα προσεγγίσουν τα 25 δισ. ευρώ την προσεχή τριετία. Με δεδομένο ότι οι νέες εκταμιεύσεις θα κατευθυνθούν στις επιχειρήσεις, τα δάνεια των οποίων τιμολογούνται με κυμαινόμενο επιτόκιο, η επιμονή του κόστους χρήματος σε υψηλά επίπεδα θα τροφοδοτήσει τα επιτοκιακά έσοδα την προσεχή 3ετία, με όχημα τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης που θα πρέπει να εκταμιευθούν με ορίζοντα το 2026.
3. Στην εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών από τα κόκκινα δάνεια, τα οποία μέχρι πριν από δύο χρόνια αντιπροσώπευαν το 30%-40% περίπου των επιτοκιακών εσόδων. Ουσιαστικά επρόκειτο για λογιστικά έσοδα που ως απαιτήσεις εγγράφονταν στους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά στην πραγματικότητα –εκτός της αμφίβολης είσπραξής τους– στερούσαν πόρους, καθώς συνοδεύονταν με υψηλές προβλέψεις για διαγραφές κόκκινων δανείων. Τα επιχειρησιακά σχέδια και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών προβλέπουν υποχώρηση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κάτω από το 5% (κάποιες τράπεζες όπως η Εθνική και η Eurobank είναι ήδη πολύ κοντά σε αυτό το ποσοστό), περιορίζοντας τις ανάγκες για πρόσθετες προβλέψεις ή διαγραφές τα προσεχή χρόνια και απελευθερώνοντας με αυτόν τον τρόπο κερδοφορία και κεφάλαια.
4. Στην αύξηση των προμηθειών, που αποτελούν μικρό μέρος των οργανικών εσόδων των ελληνικών τραπεζών –κοντά στο 16%– κόντρα στη γενικότερη ευρωπαϊκή τάση, που τα έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 31% των οργανικών εσόδων. Οι προμήθειες θα προέλθουν τόσο από την επιχειρηματική πίστη όσο και από τη λιανική τραπεζική, η οποία αν και αναπτύσσεται με χαμηλότερο ρυθμό σε ό,τι αφορά τα δάνεια, ενισχύεται ως δραστηριότητα από τις ηλεκτρονικές πληρωμές και τη στροφή στην ψηφιακή τραπεζική. Στην επιχειρηματική πίστη οι αυξημένες δανειοδοτήσεις δεν «παράγουν» μόνο έσοδα από τόκους αλλά και έσοδα από προμήθειες που αναμένεται να ενισχυθούν παράλληλα με την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης.
5. Στη συγκράτηση του κόστους των καταθέσεων και την αύξηση των υπό διαχείριση κεφαλαίων για λογαριασμό των πελατών τους. Οι προθεσμιακές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες που προς το παρόν αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο περίπου των συνολικών καταθέσεων, ανατιμολογούνται με χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τα δάνεια, με συνέπεια τη βελτίωση των spreads και της κερδοφορίας των τραπεζών. Η σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος και η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα προσεχή χρόνια εκτιμάται ότι θα στρέψει μερίδα των καταθετών σε επενδυτικά προϊόντα, διευρύνοντας το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που είναι τοποθετημένα σε wealth management προϊόντα από το 11% που είναι σήμερα σταδιακά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι στο 46%.