Ο καθηγητής Πνευμονολογίας, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, αναφέρθηκε στην έξαρση που έχει σημειώσει η πανδημία, αποδίδοντάς την εν μέρει στο γεγονός ότι «από την ώρα που ανοίξαμε δεν τηρήθηκαν με ευλάβεια όλα τα μέτρα για αυτό και έχουμε τόσα κρούσματα.»
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ και αναφερόμενος στην απειλή της μετάλλαξης Δέλτα προς τους ανεμβολίαστους, ο κ. Βασιλακόπουλος τόνισε ότι «ξεκάθαρα κινδυνεύουν οι ανεμβολίαστοι από την μετάλλαξη Δέλτα. Το 4ο κύμα θα χτυπήσει τους ανεμβολίαστους .Οι εμβολιασμένοι με βάση όλα τα επιστημονικά δεδομένα έχουν λιγότερο από 2-3% πιθανότητα να νοσήσουν σοβαρά από το στέλεχος Δέλτα και 10% να έχουν ήπια λοίμωξη».
Ερωτηθείς για το αν διατρέχουν κίνδυνο οι νέοι δήλωσε πως «Προφανώς όσο πιο νέος είναι κάποιος τόσο καλύτερη άμυνα έχει απέναντι στον κορωνοϊό. Κανείς δεν είναι άτρωτος. Όμως στην Ελλάδα έχουμε 90 θανάτους σε ηλικίες 18 έως 39 και επίσης 3 θανάτους παιδιών.»
Στη συνέχεια, ο καθηγητής πνευμονολογίας υπογράμμισε πως αν τα νοσοκομεία γεμίσουν με νέους δεν θα υπάρχει χώρος για όλους τους υπόλοιπους ασθενείς .
Τέλος, για την περίπτωση να επιβληθεί νέο lockdown, o κ. Βασιλακόπουλος αναφερε ότι «δεν μοιάζει πιθανό σενάριο η επιβολή ενός νέου λοκντάουν. Από εμάς εξαρτώνται όλα. Αν οι εμβολιασμοί φτάσουν τους 100 χιλιάδες ανά ημέρα τότε τον αυγουστο θα κάνουμε λόγο για ποσοστό ανοσίας 70%».
Εμβόλιο: Νέες ενδείξεις ανθεκτικότητας στην μετάλλαξη Δέλτα
Μικρότερη ευαισθησία στα αντισώματα που περιέχονται στο αίμα όσων προηγουμένως είτε μολύνθηκαν από τον ιό του Covid-19, είτε έκαναν μία μόνο δόση από το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech ή της AstraZeneca παρουσιάζει να έχει η μεταδοτική μετάλλαξη Δέλτα του SARS-CoV-2.
Επιπλέον, η Μετάλλαξη Δέλτα είναι πιο ανθεκτική απέναντι σε ορισμένα εργαστηριακά μονοκλωνικά αντισώματα.
Εμβόλιο Pfizer και AstraZeneca: Μειωμένη εξουδετερωτική δράση ενάντια στην μετάλλαξη Δέλτα
Τα παραπάνω είναι συμπέρασμα μελέτης επιστημόνων του Τμήματος Ιολογίας του Ινστιτούτου Παστέρ της Γαλλίας, του Ινστιτούτου Ιατρικών Ερευνών INSERM και γαλλικών πανεπιστημίων (Παρισιού, Σορβόννης και Στρασβούργου), η οποία διαπίστωσε πως μετά τον πλήρη εμβολιασμό με δύο δόσεις οποιουδήποτε από τα δύο ανωτέρω εμβόλια γεννιέται μεν στους περισσότερους ανθρώπους εξουδετερωτική αντίδραση από αντισώματα ενάντια στη Δέλτα, αλλά σε μειωμένο βαθμό σε σχέση με τη «βρετανική» παραλλαγή ‘Αλφα.
Οι ερευνητές αναφέρουν στο περιοδικό Nature ότι μελέτησαν σε 103 άτομα πόσο αποτελεσματικά είναι κατά της παραλλαγής Δέλτα -σε σύγκριση με τις παραλλαγές ‘Αλφα και Βήτα («νοτιοαφρικανική»)- τα μονοκλωνικά αντισώματα όσο και τα αντισώματα από τον ορό αίματος αναρρωσάντων από λοίμωξη με κορωνοϊό. Το ίδιο έκαναν επίσης σε 59 εμβολιασμένους με μία ή δύο δόσεις.
Διαπιστώθηκε ότι μερικά μονοκλωνικά αντισώματα, όπως η θεραπεία με το bamlanivimab, αδυνατούν να «μπλοκάρουν» την πρωτεΐνη-ακίδα της μετάλλαξης Δέλτα, πράγμα που αποτρέπει αυτά τα εργαστηριακά αντισώματα από το να εξουδετερώσουν τον κορωνοϊό.
Η διαπίστωση αυτή σημαίνει πως η μετάλλαξη Δέλτα καταφέρνει να διαφεύγει από τα αντισώματα που στοχεύουν σε ορισμένα σημεία της πρωτεΐνης-ακίδας της.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης ότι η Δέλτα είναι τέσσερις φορές λιγότερο ευαίσθητη σε σχέση με την ‘Αλφα στα αντισώματα του ορού των ιαθέντων ασθενών Covid-19, οι οποίοι είχαν μολυνθεί έως 12 μήνες πριν.
Επιπροσθέτως, όταν είχε γίνει μία δόση από το εμβόλιο της Pfizer-BioNTech ή αυτό της AstraZeneca, μόνο ένας στους δέκα εμβολιασθέντες (περίπου 10%) κατάφερε να εξουδετερώσει την λοίμωξη από την μετάλλαξη Δέλτα, ενώ μικρή ήταν η αποτελεσματικότητα της μίας εμβολιαστικής δόσης και κατά της παραλλαγής Βήτα.
Η χορήγηση δεύτερης δόσης ενός από τα δύο εμβόλια γέννησε εξουδετερωτική ανοσιακή απόκριση στο 95% των εμβολιασθέντων, όμως και πάλι τα αντισώματα που παρήχθησαν, ήταντρεις έως πέντε φορές λιγότερο ισχυρά έναντι της Δέλτα, από ό,τι έναντι της παραλλαγής ‘Αλφα.
Τέλος, διαπιστώθηκε ότι ο εμβολιασμός με μία δόση όσων είχαν προηγουμένως μολυνθεί από κορωνοϊό, ενίσχυσε πλέον την ανοσία τους πάνω από το «κατώφλι» που επιτρέπει την εξουδετέρωση της παραλλαγής Δέλτα.
Η Μετάλλαξη Δέλτα θεωρείται έως 60% πιο μεταδοτική από την ‘Αλφα, που προηγουμένως κυριαρχούσε στην Ευρώπη.