Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι η επέλαση της πανδημίας δημιούργησε σοβαρές αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα ανά την υφήλιο και προξένησε οικονομικές συνθήκες «κινούμενης άμμου» στις διεθνείς αγορές. Συνθήκες που ακόμη και σήμερα, όπου τα όπλα των εμβολίων είναι παρόντα στην «παγκόσμια μάχη», δεν έχουν εκλείψει, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις σε πρώτες ύλες να διαπερνούν όλους τους κλάδους παραγωγής και εμπορίου. Εκ των πραγμάτων, οι δυσμενείς συνέπειες της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, που καθιστά προφανή την ανάγκη στήριξής της, με δεδομένο το οικονομικά ασφυκτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί.

Οι αυξήσεις του ενεργειακού κόστους, στις τιμές των πρώτων υλών αλλά και των τελικών τιμών στα καταναλωτικά προϊόντα, που επιβάλλονται ακουσίως στο λιανεμπόριο από τα συμβαίνοντα στην παγκόσμια εφοδιαστική δεν αποκλείουν το σενάριο έκρηξης της ακρίβειας, καθώς οι προβλέψεις κάνουν λόγο για έντονες αυξήσεις που θα διαρκέσουν μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2022. Αυτό σημαίνει, εν όψει και της περιόδου των Χριστουγέννων, πως δεν θα δούμε μεν «άδεια ράφια», αλλά μάλλον, πράγμα που απεύχομαι θα έχουμε ελλείψεις και δεν θα αποφύγουμε τα «μισογεμάτα».

Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα φαινόμενα του στασιμοπληθωρισμού, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, οι τεράστιες αυξήσεις από 20% έως και 40%, καθώς και οι ελλείψεις στις πρώτες ύλες, έχουν επιφέρει μεγάλες καθυστερήσεις στην παραγωγή, που κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει, εάν θα κρατήσουν έξι μήνες ή δύο χρόνια.

Όταν ξέσπασε η πανδημία ελάχιστες επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν την επακόλουθη κρίση, γεγονός που επαληθεύτηκε και από έρευνα της ΕΥ, σύμφωνα με την οποία το 79% των επιχειρήσεων δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν ένα σενάριο έκτακτης ανάγκης.

Σήμερα η πρόκληση, ή αν θέλετε, αυτό που έχει σημασία, είναι να έχει θεσμοθετήσει μια επιχείρηση τους μηχανισμούς, τις διαδικασίες και τα πρωτόκολλα που θα της επιτρέψουν μία άμεση και αποτελεσματική αντίδραση σε απρόβλεπτες καταστάσεις, γενικότερα. Υπό αυτήν την έννοια, ένα μέρος της ελληνικής επιχειρηματικότητας τα πήγε καλά.

Ήταν οι επιχειρήσεις που είχαν, προ κρίσης κιόλας, επενδύσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και την αναβάθμιση των τεχνολογικών υποδομών και υποδομών κυβερνοασφάλειας τους, που είχαν επιτύχει ευελιξία στις επιχειρηματικές δράσεις τους μέσα από τον επανασχεδιασμό του επιχειρηματικού τους μοντέλου και των οργανωτικών δομών τους, που είχαν θωρακίσει το δίκτυό τους μεταβαίνοντας σε σύγχρονες και διαφοροποιημένες εφοδιαστικές αλυσίδες και που είχαν, προ πάντων, επενδύσει στη θωράκιση του ανθρώπινου δυναμικού τους με νέες, ψηφιακές δεξιότητες.

Αν θελήσουμε να επιχειρήσουμε μια πρώτη ανάγνωση του ορίζοντα, πρέπει να το κάνουμε με γνώμονα ότι μεγάλο μέρος της κρίσης είναι ακόμη μπροστά μας. Συνεπώς, είναι πολύ νωρίς για να κάνει κάποιος προβλέψεις, αλλά δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός πως οι επιχειρήσεις βρίσκονται στη μέγγενη των αυξήσεων. Συγκεκριμένα 7 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις αδυνατούν να απορροφήσουν τις αυξήσεις τις ενέργειας, των πρώτων υλών και του μεταφορικού κόστους.

Ωστόσο, ανεξαρτήτως πανδημίας και ακρίβειας, είναι κρίσιμο οι επιχειρήσεις να μπουν σε μια τροχιά μετασχηματισμού, επικεντρωμένες στην επιχειρηματική καινοτομία και την ψηφιοποίηση, για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Θα πρέπει, λοιπόν, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να σχεδιάσουν το μέλλον τους, εστιάζοντας, όχι μόνο στο «τώρα», αλλά και στην «επόμενη μέρα», καθώς και το «μετέπειτα».