Είναι εύκολο να μιλάμε για το περιβάλλον. Να χρησιμοποιούμε «όρους» που έχουμε ακούσει διάσπαρτα. Να κάνουμε λόγο για την αναγκαιότητα διάσωσης του πλανήτη. Και είναι εύκολο για κάποιον να «απαγγέλει» όρους στην προσπάθειά του να δείξει περιβαλλοντική ευαισθησία. Αλλά το ερώτημα που γεννάται είναι αν κατανοεί τις έννοιες, κατανοεί την οικονομική τους διάσταση, κατανοεί την δυναμική τους. Η «εύκολη» απάντηση στο ερώτημα παρουσιάζεται ενίοτε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τις αντιδράσεις ατόμων, φορέων ακόμη και ολόκληρων τοπικών κοινωνιών.
Αλλά οι αντιδράσεις αυτές, δεν έχουν να κάνουν με τα περιβαλλοντικά ζητήματα, αλλά με την άγνοια των κυκλικών επιπτώσεων στην έννοια της ανταγωνιστικότητας. Άρα και της οικονομίας. Της Κυκλικής Οικονομίας. Στην Ελλάδα, οι έννοιες της Γαλάζιας Ανάπτυξης και Κυκλικής Επιχειρηματικότητας είναι αρκετά καινούργιες.
Στο τέλος της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα, οι προαναφερθείσες «έννοιες» εξακολουθούν μάλλον να είναι «δυσπρόσιτες» σε αυτό που εμείς ονομάζουμε κοινωνία εξαιτίας της ελλιπούς ευαισθητοποίησης, αλλά και γνώσης. Το γεγονός, μπορεί να ισχυριστεί κανείς, αποδεικνύει και την αποτυχία των μοντέλων που έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα για να περάσουν τα αναγκαία μηνύματα ώστε να επιτευχθεί η απαιτούμενη «σύνδεση» με την κοινωνία.
Σε πρώτη ανάγνωση, σήμερα, εξακολουθούμε την αναζήτηση μίας χρυσής τομής, ενός αποδοτικού μοντέλου που να προσδιορίζει τους μελλοντικούς ορίζοντες, απαλλαγμένο από τη στόχευση επίλυσης επιμέρους προβλημάτων της υφιστάμενης οικονομικής, κατά κύριο λόγο, πραγματικότητας.
Η σχεδίαση, θέσπιση και υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης εθνικής πολιτικής για τις νησιωτικές περιοχές, που θα επιτύχει μια αειφόρο νησιωτική ανάπτυξη, θα εξασφαλίζει ευημερία στους νησιώτες, με κοινωνική συνοχή και σεβασμό στο περιβάλλον και θα εξαλείψει της ανισότητες με τις ηπειρωτικές περιοχές της χώρας, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης την τελευταία εικοσαετία – και όχι μόνο.
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι, μέχρι σήμερα, η ανάπτυξη βασιζόταν σε ένα οικονομικό μοντέλο εντατικής χρήσης των διαθέσιμων φυσικών πόρων και με τα κόστη παραγωγής και τιμές πώλησης των πόρων να αυξάνονται διαρκώς. Η αλλαγή που προτείνεται να γίνει, μέσω της προσέγγισης της Κυκλικής Οικονομίας, βασίζεται στη μεγιστοποίηση της απόδοσης των υπαρχόντων φυσικών πόρων και υλικών και στη μείωση των απωλειών κατά τη χρήση. Επανέρχομαι, όμως, στην αρχική παρατήρηση. Πόσοι αλήθεια κατανοούν σε βάθος τις έννοιες;
Ένας στρατηγικός σχεδιασμός είτε αφορά στο νησιωτικό, είτε στον παράκτιο χώρο, πρέπει να βασίζεται στην υιοθέτηση περιβαλλοντικά φιλικών αναπτυξιακών κατευθύνσεων της τοπικής οικονομίας, μέσα από την προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, της αλιείας κ.λ.π. Η Γαλάζια Ανάπτυξη συνδέεται άρρηκτα με την «Κυκλική Επιχειρηματικότητα». Ο όρος αυτός αναφέρεται στην οικονομική ανάπτυξη, η οποία θέτει την προστασία του περιβάλλοντος και της φύσης στο επίκεντρο της στρατηγικής της.
Η Γαλάζια Ανάπτυξη, λόγου χάρη, στη ναυτιλία συνίσταται στη θετική στάση της επιχείρησης και την ανάληψη ευθύνης απέναντι στην περιβαλλοντική προστασία, τόσο µε τα προϊόντα ή υπηρεσίες που παράγει, όσο και µε τις διαδικασίες παραγωγής που υιοθετεί.
Οι “πράσινες” παρεμβάσεις
Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω ότι στην Ελλάδα, η έννοια είναι αρκετά καινούργια, με αποτέλεσμα οι ενέργειες που έχουν γίνει προς αυτή τη κατεύθυνση να είναι λιγοστές. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή «πράσινου» τεχνολογικού εξοπλισμού και ακολουθούν τις διεθνείς περιβαλλοντικές πολιτικές είναι κυρίως μικρομεσαίες. Το βασικό πρόγραμμα που χρηματοδοτεί «πράσινες» παρεμβάσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης, της ναυπηγοεπισκευής, του τουρισμού, της παροχής υπηρεσιών και του εμπορίου είναι το ΕΣΠΑ. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Αλλά ας έρθουμε στο πλέον επίκαιρο θέμα που πέραν της πανδημίας αγγίζει όλο τον πλανήτη. Για το ενεργειακό ο λόγος και το κόστος του για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Στο ερώτημα πώς αυτό το κόστος θα περιοριστεί η απάντηση έρχεται μέσα από την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Δηλαδή της παραγωγής «πράσινης» ενέργειας με την αξιοποίηση του ανέμου των κυμάτων και του ήλιου. Στοιχείων της φύσης που τα νησιά μας διαθέτουν εν αφθονία… Και ανοίγουμε εκ νέου το «κεφάλαιο αντιδράσεις».
Ως γνωστόν, στην Ολλανδία, στη Δανία, στην Αυστρία και στη Γερμανία οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες είναι ακόμα ιδιαίτερα οξυμένες. Αλλά στις χώρες αυτές, που έχουν επενδύσει στη βελτίωση του ανταγωνιστικού τους πλεονεκτήματος στις ΑΠΕ, απουσιάζει η άγνοια και η, ενίοτε, σκοπούμενη παραπληροφόρηση. Ίσως στην απάλειψη αυτών των στοιχείων θα πρέπει στην Ελλάδα να επενδύσουμε πρώτα στην ενημέρωση και τη γνώση.
Εδώ πρέπει να ανοίξουμε επίσης ένα μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό των επενδύσεων στις ΑΠΕ και να το συνδέσουμε με την Κυκλική Οικονομία, πολλώ δε μάλλον με τις Νησιωτικές Οικονομίες οι οποίες, είτε λέγεται τουρισμός, είτε μικρομεσαία επιχείρηση, είτε νοικοκυριό έχουν να αντιμετωπίσουν την ανελαστική δαπάνη του ενεργειακού κόστους. Αλλά οι όποιες επιχειρηματικές επενδύσεις στις ΑΠΕ δεν μειώνουν μόνο το ενεργειακό κόστος.
Δίνουν ένα σεβαστό αριθμό θέσεων εργασίας, που για τα νησιά είναι πολύτιμες, πέραν εκείνων που προσφέρουν οι τουριστικές επιχειρήσεις. Θέσεις που απευθύνονται σε καταρτισμένα άτομα, τα οποία διαβιώντας πλησίον των εγκαταστάσεων των ΑΠΕ, ενισχύουν την τοπική οικονομία μέσω της ικανοποίησης των αναγκαίων καταναλωτικών τους αναγκών.
Όλα τα παραπάνω είναι ένα απλοϊκό παράδειγμα γιατί στην ανάλυση της Πράσινης και Κυκλικής Οικονομίας υπάρχει πληθώρα εξειδικευμένων παραδειγμάτων για να γίνει κατανοητή η σημασία τους. Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να αναρωτηθούμε και να απαντήσουμε για το cluster των επιχειρήσεων που παράγουν προϊόντα και καλύπτουν υπηρεσίες για τις ΑΠΕ, άρα και για τον ρόλο τους στην οικονομία.
Με βάση τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά κυρίως τις κατευθύνσεις πολιτικής της Ε.Ε. για την προστασία του περιβάλλοντος και την αξιοποίηση του θαλάσσιου πλούτου, δύο σημαντικές κατευθύνσεις είναι αυτές της «Πράσινης» και της «Γαλάζιας» ανάπτυξης που σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν πρόκληση για την ελληνική οικονομική πραγματικότητα. Αυτή η πρόκληση πρέπει να απαντηθεί με ένα συνεργατικό κύμα ανάπτυξης στον θαλάσσιο και νησιωτικό ελληνικό χώρο.