«Οι πολιτικές συμμαχίες του επόμενου διαστήματος θα κριθούν στα μεγάλα πολιτικά ζητήματα. Και θα είναι οι συμμαχίες των παραγωγικών τάξεων και των πολιτικών φορέων που μπορούν να τις εκφράσουν. Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. επιμένει στη μάχη των πολιτικών κατευθύνσεων και όχι στο ρόλο των πολιτικών προσώπων», επισήμανε ο Γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Δημήτρης Τζανακόπουλος μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Kontra Channel το βράδυ της Δευτέρας.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. εκπροσωπεί σήμερα τα συμφέροντα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, των εργαζομένων, υποστηρίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού, την ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, τη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας -ειδικά εν μέσω πανδημικής κρίσης- την ανάγκη ανασυγκρότησης του δημόσιου σχολείου, ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, τη φορολογική δικαιοσύνη. Το στρατηγικό μας σχέδιο έχει πολύ σαφείς στόχους και κατευθύνσεις», σημείωσε.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος υπογράμμισε πως «το σύνολο του προοδευτικού, δημοκρατικού, αριστερού τόξου αυτής της χώρας οφείλει να τοποθετηθεί σε μια σειρά καθοριστικών ερωτημάτων”, που “αφορούν το σύνολο της διακυβέρνησης Μητσοτάkη και της πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ, την αδυναμία της να ανασυγκροτήσει το εθνικό σύστημα υγείας, την καθήλωση των μισθών, την αποδιάρθρωση και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων -αφορούν τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται το ασφαλιστικό και τη δημόσια περιουσία, με το πρόσφατο παράδειγμα της ΔΕΗ».
Σχετικά με τη διαχείριση της πανδημίας ειδικότερα, ο γραμματέας του κόμματος επισήμανε: «Η κυβέρνηση πήρε μια τιμωρητική πολιτική απόφαση την προηγούμενη εβδομάδα. Δεν μιλάμε για υποχρεωτικότητα γιατί όποιος έχει την οικονομική δυνατότητα μπορεί να την αντιπαρέλθει. Επομένως δεν έχουμε να κάνουμε με μια στρατηγική από την πλευρά της κυβέρνησης για τον καθολικό εμβολιασμό του γενικού πληθυσμού, αλλά με ένα μέτρο εισπρακτικού και τιμωρητικού χαρακτήρα που συνάδει με την κλασσική τοποθέτηση της αυταρχικής δεξιάς που εκφράζει ο κ. Μητσοτάκης. ‘Όπου δεν μπορούμε να πείσουμε, τιμωρούμε. Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος’. Δυστυχώς τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση δεν έχουν καμία σχέση με την ανάγκη δημιουργίας ενός τείχους ανοσίας στον γενικό πληθυσμό».
Σχετικά με τον κίνδυνο να υπερκεράσει η μετάλλαξη Όμικρον τη μετάλλαξη Δέλτα και στην Ελλάδα και στον κόσμο, τόνισε: «Αυτό σημαίνει πως με την πανδημία δεν θα τελειώσουμε τους επόμενους δύο ή τρεις μήνες. Επομένως η λογική ότι δεν υπάρχει λόγος να επενδύσουμε σε ένα ισχυρό και καθολικό σύστημα υγείας, που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, είναι ανύπαρκτη στην παρούσα συνθήκη. Πρόκειται για την διάψευση αυτής της αντίληψης. Η κρίση είναι διαρκής, αλλά δυστυχώς η κυβέρνηση επιμένει να μην ενισχύει το ΕΣΥ, να μην κάνει μόνιμες προσλήψεις, να μην επιτάσσει ιδιωτικές κλινικές, να μη συνταγογραφεί δωρεάν τα τεστ. Και αφήνει την κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο».
«Ζούμε δραματικές σκηνές γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα να προβεί στις αναγκαίες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Και επιμένει να αρνείται αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα στους μαζικούς χώρους εργασίας, ενίσχυση των μέσων μεταφοράς, αποσυμφόρηση των σχολικών τάξεων. Η εικόνα της Ελλάδας δεν αρμόζει σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Και ακόμη περισσότερο ενώ η κυβέρνηση γνώριζε από το καλοκαίρι ότι έπεται τέταρτο εξαιρετικά φονικό κύμα της πανδημίας. Ενάμιση χρόνο μετά την πανδημία το να έχουμε 150 βαρέως νοσούντες εκτός ΜΕΘ δεν είναι απλά ανεπίτρεπτο αλλά εγκληματικό. Το να έχουμε ένα μονοθεματικό ΕΣΥ είναι επίσης εγκληματικό. Και σε αυτή τη συνθήκη, υπάρχουν μεγαλοκλινικάρχες και funds της ιδιωτικής υγείας στην Ελλάδα που θησαυρίζουν από τον ανθρώπινο πόνο», διεμήνυσε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Ερωτηθείς για τις εσωκομματικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ υποστήριξε: «Μέχρι τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. έχουμε αποφύγει να εμπλακούμε σε εσωκομματικά ζητήματα αντίπαλων κομμάτων και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε. Το μοναδικό πολιτικό συμπέρασμα προς ώρας είναι ότι ο πρώτος στις δημοσκοπήσεις δεν είναι τελικά και πρώτος στην κάλπη. Έχει υποστεί νέο πλήγμα η αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων και αυτό συνιστά μήνυμα σε πολλές κατευθύνσεις -στους πολίτες, στο Μέγαρο Μαξίμου, στα κόμματα. Οι δημοσκοπήσεις λειτούργησαν στο πρόσφατα παρελθόν πολλές φορές ως εργαλείο χειραγώγησης».
Και συνέχισε: «Αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά για τις διαδικασίες στα αστικά κόμματα συνολικά, είναι κάπως παράταιρο και προβληματικό -θα έλεγε κανείς- να επιτρέπεται να καθορίζουν τις εσωκομματικές τους εξελίξεις, πολίτες που μπορεί να προέρχονται από διαφορετικά κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι ένα ανοικτό κόμμα στην κοινωνία, που επιχειρεί μια μεγάλη προσπάθεια να αντιστοιχίσει την οργανωτική του δύναμη με την πολύ μεγάλη πολιτική του επιρροή. Αλλά πάντα υπάρχει το όριο της πολιτικής αξιοπρέπειας και αξιοπιστίας. Δηλαδή, το να δίνει ένα κόμμα τη δυνατότητα σε μέλη αντίπαλων κομμάτων να καθορίζουν τον εσωκομματικό του συσχετισμό πρέπει να προβληματίσει συνολικά το πολιτικό σκηνικό. Γιατί όντως είδαμε ότι τις περασμένες εβδομάδες έγινε προσπάθεια από άλλα πολιτικά κόμματα να επηρεάσουν τις εσωκομματικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ».
«Δεδομένου του ότι έτσι κι αλλιώς βιώνουμε μια κρίση του ‘κομματικού φαινομένου’ καλό θα ήταν οι άνθρωποι, τα μέλη των κομμάτων και της πολιτικής ζωής, να μην επιτείνουν αυτή την κρίση με τέτοιες συμπεριφορές. Γιατί το κόμμα αποτελεί την οργανωτική αποκρυστάλλωση -αν θέλετε- κοινωνικών συνθηκών και συνιστά εργαλείο και μέσο δημοκρατίας», σημείωσε.
Σχετικά με το πώς μπορεί να επηρεάσουν οι εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ο Δημ. Τζανακόπουλος υπενθύμισε: «Ζούμε ένα πολιτικό de ja vous. Tο 2017 όταν είχε γίνει η εκλογή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ ανακοινώθηκαν 220 χιλ. συμμετέχοντες. Πάλι θυμάμαι πρωτοσέλιδα να λένε τότε ότι έληξε το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ και ότι η συμμετοχή στις εσωκομματικές διαδικασίες του ΚΙΝΑΛ αποτελεί οιωνό των πολιτικών συσχετισμών. Οι πολιτικοί συσχετισμοί όμως δεν εξαρτώνται από τις βουλήσεις των πολιτικών ηγεσιών, αλλά από κοινωνικούς συσχετισμούς που παράγουν κοινωνικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι σήμερα ένας από τους δύο μεγάλους πόλους στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος».
«Οι κοινωνικοί συσχετισμοί δεν έχουν χάσει τη δυνατότητα να παράγουν κοινωνικά αποτελέσματα. Και από αυτό εξαρτώνται όλα -όχι από τις στρατηγικές πολιτικών ηγεσιών ή εκδοτικών ομίλων», υπογράμμισε.