Τα οφέλη τους από την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική κατηγορία και από τον τελευταίο οίκο αξιολόγησης που παρακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), έχουν ήδη αρχίσει να υπολογίζουν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών.

Ο λόγος γίνεται για τη Moody’s που επανάφερε την περασμένη Παρασκευή, μετά από 15 χρόνια, το αξιόχρεο του ελληνικού δημοσίου σε αυτά τα επίπεδα, εξέλιξη που θα οδηγήσει σε ανάλογες αναβαθμίσεις και για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Αυτό, σύμφωνα με αναλυτές, θα συμβάλλει καθοριστικά προς την κατεύθυνση περιορισμού των κινδύνων υλοποίησης των επιχειρησιακών τους σχεδίων και θα ενισχύσει τις προοπτικές για διατήρηση της κερδοφορίας τους στα πολυετή υψηλά της τελευταίας τριετίας

Όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, δημιουργείται το κατάλληλο περιβάλλον για την επίτευξη ή ακόμη και υπέρβαση των στόχων των τριετών πλάνων που ανακοίνωσαν στα τέλη του περασμένα μήνα.

Θετική επίδραση

«Οι αναβαθμίσεις θα επιδράσουν θετικά στην οργανική κερδοφορία, αμβλύνοντας τις αναπόφευκτες πιέσεις στο επιτοκιακό εισόδημα από την εν εξελίξει χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ», σημειώνουν σχετικά.

Κατά τους ίδιους κύκλους, αναμένεται περαιτέρω μείωση του κόστους χρηματοδότησης των ελληνικών ομίλων από τις αγορές, για την κάλυψη των αναγκών τους, τόσο σε κεφάλαια, στο πλαίσιο της οδηγίας MREL, όσο και σε ρευστότητα.

Οι επόμενες εκδόσεις ομολόγων θα αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό για την αποπληρωμή τίτλων που είχαν εκδοθεί κατά τη διετία 2023 – 2024 με υψηλά κουπόνια, λόγω της ανόδου των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ.

Με τον τρόπο αυτό θα μειωθούν αισθητά τα έξοδα για τόκους.

Παράλληλα, οι τράπεζες θα εξασφαλίσουν ακόμη πιο φθηνό καύσιμο, που θα τους επιτρέψει να προσφέρουν ελκυστικότερα δανειακά προγράμματα.

Τραπεζικές πηγές υποστηρίζουν πως «η βελτίωση των όρων διάθεσης των χρηματοδοτικών προϊόντων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της ζήτησης από νοικοκυριά και επιχειρήσεις».

Όπως σημειώνουν, «εκεί θα ρίξουμε το βάρος μας από εδώ και στο εξής, καθώς μόνο με την επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης θα πετύχουμε τη διατήρηση των καθαρών κερδών σε υψηλά επίπεδα και στην εποχή του φθηνότερου χρήματος».

Τα επιτεύγματα

Η επιστροφή πάντως στην επενδυτική βαθμίδα από όλους τους οίκους αξιολόγησης μόνον εύκολη υπόθεση δεν ήταν.

Χρειάστηκε να εφαρμοστούν τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και την έναρξη της διαδικασίας αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Καθοριστικά όμως συνέβαλε και η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η οποία αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την επενδυτική βαθμίδα.

Οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι μετά από ένα πολυετή μετασχηματισμό κατάφεραν να βελτιώσουν όλους τους κρίσιμους χρηματοοικονομικούς δείκτες, πολλοί από τους οποίους είναι καλύτεροι πλέον σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ξεκινώντας αυτή τη διαδρομή, πριν από περίπου 10 έτη, σχεδόν το μισό τους χαρτοφυλάκιο βρισκόταν στο κόκκινο, οι δείκτες ρευστότητας είχαν πληγεί από τα πολλαπλά κύματα εκροών στις καταθέσεις, τα κεφάλαια ήταν οριακά πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια, με το μεγαλύτερο μέρος τους να αποτελείται από αναβαλλόμενο φόρο, ενώ τα καθαρά αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά αδύναμα, λόγω των αναπόφευκτων ζημιών από τις προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Σήμερα, η κατάσταση έχει αντιστραφεί πλήρως:

  •  Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έχουν υποχωρήσει χαμηλότερα του 3% επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου και αναμένεται να πέσουν την επόμενη τριετία κάτω από το 2% κατά μέσο όρο.
  •  Οι δείκτες ρευστότητας είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, καθώς η καταθετική βάση αυξάνεται σε μόνιμη βάση από το 2018, ενώ οι αγορές είναι πλέον απολύτως ανοιχτές.
  •  Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώνονται αρκετές μονάδες βάσης πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις του SSM, σε σημείο που επιτρέπουν τα αξιοποίηση των μαξιλαριών και για εξαγορές.
  •  Το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στα ίδια κεφάλαια έχει συρρικνωθεί σημαντικά και αναμένεται μέχρι τις αρχές του 2030 να έχει ουσιαστικά μηδενιστεί.
  •  Τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων μεγαλύτερων ομίλων της χώρας την τριετία 2022 – 2024 διαμορφώθηκαν στην περιοχή των 11,5 δισ. ευρώ, ενώ απελευθερώθηκε μετά από 16 χρόνια και η μερισματική πολιτική.

Διαβάστε ακόμη: