Σε σχεδόν «πανηγυρικό» κλίμα θα πραγματοποιηθούν μέχρι την Δευτέρα τα Διοικητικά Συμβούλιο των τραπεζών ενόψει του κλεισίματος του α΄ εξαμήνου και τις ανακοινώσεις των οικονομικών αποτελεσμάτων το διάστημα τέλος Ιουλίου – αρχές Αυγούστου.

Με την σκόνη από τις εξελίξεις στο μέτωπο του πολέμου Ισραήλ – Ιράν να καταλαγιάζει, τον τραπεζικό δείκτη στο ΧΑ να καταγράφει από την αρχή του έτους νέο υψηλό 10ετίας και την ετήσια απόδοσή του να υπερβαίνει το 50%, είναι καθολική η εκτίμηση στους κύκλους των τραπεζιτών ότι τα αποτελέσματα όχι μόνο δεν θα επηρεαστούν από την πτώση των επιτοκίων αλλά θα είναι στα ίδια επίπεδα με πέρυσι.

Χαρακτηριστικό ήταν το κλίμα στο roadshow της BNP στο Παρίσι στις αρχές της εβδομάδας με τους αναλυτές να δηλώνουν σίγουροι ότι συρρικνώνεται ο γεωπολιτικός κίνδυνος και η Ελλάδα -παρά τις τρέχουσες αυξημένες τιμές- θεωρείται ευκαιρία λόγω της μεγαλύτερης ανάπτυξης και των εναλλακτικών μορφών εσόδων που μπορούν να αναπτύξουν οι τράπεζες, μέσω εξαγορών σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Τραπεζικές πηγές σημειώνουν στο «R» ότι τα business plans των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχουν καταρτισθεί με εκτίμηση για επιτόκιο ΕΚΤ στο 2%. Αλλά η αναμενόμενη ισχυρή πιστωτική επέκταση, η αύξηση των εσόδων από προμήθειες και η συγκράτηση του κόστους των προθεσμιακών καταθέσεων, αναμένεται να λειτουργήσει ως ασπίδα στην πτώση των επιτοκιακών εσόδων ακόμη και με μείωση των επιτοκίων κάτω του 2%.

Όπως προσθέτουν «τα επιχειρησιακά μας πλάνα στηρίζονται σε συγκεκριμένες παραδοχές για την ελληνική οικονομία, με την ανάπτυξη να διατηρείται λίγο πάνω από το 2%, τον πληθωρισμό να σταθεροποιείται γύρω από το 2%, την ανεργία να αποκλιμακώνεται περαιτέρω, τις τιμές των ακινήτων να συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4%-5% και τα ευρωπαϊκά επιτόκια να κινούνται πέριξ του 2% έως το τέλος του 2027».

Στο πλαίσιο αυτό για να υπάρξουν αναπροσαρμογές στους στόχους για την κερδοφορία της τρέχουσας τριετίας θα πρέπει να μεταβληθούν σημαντικά οι υποθέσεις για την εξέλιξη των συγκεκριμένων δεικτών.

Καθοριστικός ακόμη παράγοντας είναι οι μέχρι σήμερα εξαγορές καθώς στις προβλέψεις ορισμένων τραπεζών δεν έχει συνυπολογιστεί το όφελος τους, ενώ δύο τουλάχιστον συστημικοί όμιλοι δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τις κινήσεις μεγέθυνσης του ενεργητικού τους με μη οργανικό τρόπο.

Συνολικά επικρατεί ισχυρή πεποίθηση ότι η τροχιά βιώσιμης και υψηλής κερδοφορίας στην οποία έχει εισέλθει το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα δύσκολα θα ανατραπεί.

Ενδεικτικά είναι άλλωστε η τελευταία έκθεση της Morgan Stanley η οποία υπολογίζει ότι με επιτόκιο ΕΚΤ στο 1,5% για την περίοδο 2025 – 2027, τα καθαρά έσοδα από τόκους για την Alpha Bank θα ανέλθουν σε 1,64 δισ. ευρώ (έναντι στόχου για άνω των 1,65 δισ. ευρώ που έχει θέσει η Τράπεζα), για την Eurobank σε 2,473 δισ. ευρώ (έναντι στόχου της Τράπεζας για περίπου 2,5 δισ.), για την Εθνική σε 2,107 δισ. (έναντι στόχου άνω των 2,1 δισ. ευρώ που έχει θέσει η Τράπεζα) και για την Πειραιώς σε 1,876 δισ. (έναντι στόχου της Διοίκησης για περίπου 1,9 δισ.).

Διαβάστε ακόμη: