Ψυχραιμία αλλά και αυξημένη εγρήγορση είναι η πρώτη αντίδραση του εγχώριου πιστωτικού συστήματος στον εμπορικό πόλεμο που εξαπέλυσε στον πλανήτη ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές.
Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες παρακολουθούν με ψυχραιμία τις εξελίξεις μετά τον εμπορικό πόλεμο, που πυροδότησαν οι αποφάσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ για τους δασμούς στις εισαγωγές, καλούνται να αντιμετωπίσουν ακόμη μία κρίση, την τρίτη από το 2020.
Προς το παρόν ξεκαθαρίζεται ότι δεν τίθενται εν αμφιβόλω τα φιλόδοξα επιχειρησιακά πλάνα της ερχόμενης τριετίας, που αποτυπώνουν το αναπτυξιακό τους αφήγημα του εγχώριου πιστωτικού συστήματος, ωστόσο, αυτά στηρίζονται σε συγκεκριμένες μακροοικονομικές παραδοχές και υποθέσεις για τη νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ.
Υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή μιλώντας στην «axianews» επισημαίνει ότι «η Ελλάδα αν και έχει μικρή εξάρτηση σε εξαγωγές προς ΗΠΑ, εντούτοις ενδέχεται να επηρεαστεί εμμέσως από τις πολιτικές δασμών, καθώς μια συνολική επιβάρυνση της παγκόσμιας οικονομίας, μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση. Σε ό,τι αφορά στις τράπεζες, προφανώς η παρατεταμένη πολιτική και γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι επιπτώσεις από την επιβολή δασμών και αντιποίνων στο διεθνές εμπόριο, θα τις πλήξουν, σε απόλυτα ωστόσο ελεγχόμενο βαθμό. Οι δύο πρώτες συνέπειες –αν δεν αλλάξει κάτι– θα είναι η μείωση της κερδοφορίας λόγω της βουτιάς που αναμένεται στα επιτόκια προκειμένου να αντιμετωπιστεί διεθνώς η πτώση του ρυθμού ανάπτυξης και η συρρίκνωση των καταθέσεων καθώς οι επιχειρήσεις υιοθετώντας πιο αμυντική στρατηγική για την κάλυψη πάσης φύσεως αναγκών τους θα προτιμήσουν την ρευστότητά τους έναντι του τραπεζικού δανεισμού».
«Καμπανάκι» Στουρνάρα
Την ίδια στιγμή και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έκρουσε μέσα στην εβδομάδα τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας ότι «οι εξελίξεις στο διεθνές μακρο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον επηρεάζουν και τον τραπεζικό τομέα, καθιστώντας κρίσιμη τη διατήρηση της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών».
Για να συμβεί αυτό, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει, σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, να αξιοποιήσουν τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων τους, ώστε να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα.
Η μείωση των επιτοκίων αποτελεί σημαντική πρόκληση για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, καθώς περιορίζει τη συμβολή των καθαρών εσόδων από τόκους και συμπιέζει το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο. «Με τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ, οι τράπεζες αναμένεται να προσαρμόσουν ανάλογα τα επιτόκια χορηγήσεων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των εσόδων τους από τόκους, ιδιαίτερα αν η προσαρμογή αυτή είναι συμμετρική με τις προηγούμενες αυξήσεις», υπογραμμίζεται.
Παρά τη δυνητική αύξηση του υπολοίπου των δανείων, καθώς το χαμηλότερο κόστος δανεισμού ενθαρρύνει την πιστωτική επέκταση, «η μείωση των επιτοκιακών εσόδων ενδέχεται να υπερκαλύψει τα οφέλη από τη διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου». Αυτό μπορεί να δημιουργήσει πίεση στα λειτουργικά αποτελέσματα των τραπεζών.
Η πίεση των μετοχών
Στις τρεις συνεχόμενες πτωτικές συνεδριάσεις που ακολούθησαν τις εξαγγελίες Τραμπ, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. κατέγραψε αθροιστικές απώλειες 13,46% και ο Δείκτης των τραπεζών απώλειες 18,52%. Οι τραπεζικές μετοχές βρέθηκαν στο επίκεντρο των μαζικών πωλήσεων καθώς ανατράπηκαν οι προσδοκίες για το πού θα σταματήσει η πτώση των επιτοκίων επηρεάζοντας τις εκτιμήσεις για την κερδοφορία χρήσης 2026.
Πλέον η ΕΚΤ και καθώς ο ρυθμός της ανάπτυξης έχει ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, προσανατολίζεται σε ταχύτερες μειώσεις επιτοκίων τις οποίες οι αγορές εκτιμούν πως θα είναι μεγαλύτερες από τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Το κλίμα προοιωνίζεται νέα μείωση επιτοκίων στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 17 Απριλίου, η οποία μπορεί, για πρώτη φορά, να φτάσει τη μισή ποσοστιαία μονάδα, έχοντας και συνέχεια με ενδεικτικά την JP Morgan Chase να βλέπει τέσσερεις συνεχόμενες μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Χαμηλότερα επιτόκια συνεπάγονται χαμηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους. Η παραπάνω ανησυχία πλήττει περισσότερο τις εγχώριες τράπεζες, λόγω της υψηλότερης συνεισφοράς των καθαρών εσόδων από τόκους στην οργανική τους κερδοφορία.
Η αντίδραση των τραπεζών
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους ώστε να αμβλύνουν την ευαισθησία των οικονομικών αποτελεσμάτων τους στο περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων, να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων τους και να διασφαλίσουν τη διατηρήσιμη κερδοφορία τους.
Κατ’ αρχάς οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν τις χορηγήσεις, ειδικά προς επιχειρήσεις, μέσω των διαθέσιμων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων, όπως ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Παράλληλα, η αύξηση των δανείων με σταθερό επιτόκιο σε μακροχρόνιο ορίζοντα μπορεί να συμβάλει στη σταθερότητα των τραπεζικών εσόδων, μειώνοντας την ευαισθησία τους σε μελλοντικές μεταβολές των επιτοκίων.
Επιπλέον, οι τράπεζες μπορούν να στραφούν σε άλλες πηγές οργανικής κερδοφορίας, όπως η προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων και οι επενδυτικές υπηρεσίες, προκειμένου να ενισχύσουν τα μη επιτοκιακά τους έσοδα.
Αυτές οι στρατηγικές, σε συνδυασμό με τη βελτιστοποίηση του λειτουργικού κόστους και την πιο αποδοτική διαχείριση του ενεργητικού τους, θα επιτρέψουν στις τράπεζες να διατηρήσουν την κερδοφορία τους παρά τις προκλήσεις που δημιουργεί η αποκλιμάκωση των επιτοκίων.
Η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών αποτελεί επίσης σημαντική πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Η αύξηση της κερδοφορίας τους θα συμβάλει στην ταχύτερη απομείωση των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (deferred tax credits – DTCs) και στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και, εντέλει, της δυνατότητάς τους να συνεχίσουν να παρέχουν χρηματοδότηση προς την πραγματική οικονομία.
Το πλήγμα στις καταθέσεις
Την ίδια στιγμή θύμα της αβεβαιότητας που προκάλεσαν οι δασμοί Τραμπ αναμένεται να πέσει και η καταθετική βάση των τραπεζών, καθώς όλες οι εκτιμήσεις των τραπεζιτών συγκλίνουν ότι η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου για το 2025 θα αποτυπώσει μείωση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ύστερα από το τέταρτο τρίμηνο του 2024 όπου τα υπόλοιπα των καταθέσεων κατέγραψαν σημαντική αύξηση, η εικόνα θα αντιστραφεί στο πρώτο τρίμηνο του 2025 όπου και αναμένεται να καταγραφεί σημαντική υποχώρηση του κατά περίπου 2 δισ. ευρώ.
Προφανώς και η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην απόσυρση καταθέσεων από επιχειρήσεις, οι οποίες εξαιτίας της αβεβαιότητας για τις επιπτώσεις των δασμών, προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τη διαθέσιμη ρευστότητά τους για να καλύψουν τις ανάγκες τους χωρίς να δανειστούν ή να αποπληρώσουν υφιστάμενο δανεισμό.
Την ίδια στιγμή, και τα νοικοκυριά βιώνουν την αβεβαιότητα και το αυξημένο κόστος ζωής. Ο πληθωρισμός τσίμπησε στο 3,1% τον Μάρτιο από 3% τον Φεβρουάριο (ενώ στην Ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,2% από 2,3% ), με τις τιμές να καταγράφουν αύξηση κατά 1,8%, τη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη και ο πληθωρισμός των τροφίμων άνοδο 1,7%, μετά από ένα τετράμηνο σταθεροποίησης των τιμών.
Από τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΤτΕ για τις καταθέσεις μηνός Φεβρουαρίου 2025 (τα στοιχεία για τον Μάρτιο αναμένονται στο τέλος Απριλίου) προκύπτει ότι τα υπόλοιπα καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 8,71 δισ. ευρώ σε σχέση τον Φεβρουάριο του 2024 (ετήσια αύξηση κατά 4,6%) και ανήλθαν συνολικά στα 197,3 δισ. ευρώ. Σε μηνιαία βάση, ωστόσο, σημειώθηκε μείωση καταθέσεων κατά 1,5 δισ., με το 86% της συνολικής μείωσης να προέρχεται από επιχειρήσεις και 14% από τα νοικοκυριά.
Η πρώτη αποτίμηση
Το νέο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό που διαμορφώνεται απασχόλησε όπως ήταν φυσικό και την πρώτη συνάντηση που είχαν στις αρχές της εβδομάδας οι τραπεζίτες με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκο Πιερρακάκη.
Από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών στη συνάντηση συμμετείχαν ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Γκίκας Χαρδούβελης, ο Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Γιώργος Χαντζηνικολάου, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των τριών συστημικών Τραπεζών και μέλη του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Φωκίων Καραβίας, Παύλος Μυλωνάς και Βασίλης Ψάλτης και από το δυναμικό της ΕΕΤ η εν ενεργεία Γενική Διευθύντρια, Χαρούλα Απαλαγάκη και ο Ανώτερος Διευθυντής, Βασίλης Παναγιωτίδης. Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες ο υπουργός θα συναντηθεί τις επόμενες ημέρες και με την καθεμία τραπεζική διοίκηση ξεχωριστά.
Οι τραπεζίτες ενημέρωσαν τον κ. Πιερρακάκη ότι άμεσα, οι δασμοί Τραμπ έχουν σχετικά μικρή επίπτωση καθώς αφορούν στο 4% των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων. Οι ΗΠΑ, είπαν επίσης, είναι η τρίτη χώρα σε προσέλευση τουριστών. Ο πιο ευπαθής κλάδος από τους δασμούς Τραμπ, όπως είπαν, είναι η ναυτιλία. Οι τραπεζίτες άφησαν να φανεί ότι περιμένουν μεγαλύτερες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, με το επιτόκιο του Ευρώ να διαμορφώνεται κάτω από το όριο του 2% φέτος.
Από την πλευρά του ο Υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι σε μια περίοδο αυξανόμενης αβεβαιότητας και διεθνών ανατροπών, το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι δυνατό και ικανό όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις τυχόν δυσκολίες, αλλά και να σταθεί με σιγουριά δίπλα στους συναλλασσόμενους, είτε αυτοί είναι απλοί καταθέτες, είτε ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε μια μικρή επιχείρηση, επισημαίνει, επίσης.
Τα «όπλα» απέναντι στη νέα κρίση
Έτερη τραπεζική πηγή επισημαίνει μιλώντας στην «axianews», ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα θωρακισμένο και ικανό να αντεπεξέλθει στους κραδασμούς που προκαλεί σε παγκόσμια κλίμακα η πολιτική Τραμπ και τα αντίμετρα των βασικών εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ.Σύμφωνα με το ίδιο στέλεχος, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν αυτήν τη στιγμή ισχυρές γραμμές άμυνας. Συγκεκριμένα:
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας μετά από τρεις σερί κερδοφόρες χρήσεις με αθροιστικό καθαρό αποτέλεσμα άνω των 11 δισ. ευρώ, διαμορφώνονται πολύ μακριά από τα ελάχιστα εποπτικά όρια. Κι αυτό παρά την εκκίνηση της διαδικασίας επιβράβευσης των μετόχων από την περυσινή χρήση. Το γεγονός, δε, πως ένα μεγάλο μέρος της ανταμοιβής δίνεται με επαναγορές ιδίων μετοχών, μπορεί να λειτουργήσει και ως ανάχωμα για την μείωση των αποτιμήσεων στο χρηματιστήριο.
Η ρευστότητα που διατηρούν από την καταθετική βάση βρίσκεται σε πολυετή υψηλά, ενώ το κόστος άντλησής της παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Ακόμη λοιπόν κι αν καταστεί δυσχερέστερη η χρηματοδότηση από τις αγορές, υπάρχουν επαρκή μαξιλάρια για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων αρρυθμιών.
Μετά τον τελευταίο κύκλο εξυγίανσης των τραπεζών οι δείκτες καθυστερήσεων και «κόκκινων» δανείων βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα από την είσοδο της χώρας στο ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, τα πιο προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους έχουν ήδη αποενοχοποιηθεί.
Παράλληλα, η πολιτική πιστοδοτήσεων τα τελευταία 15 χρόνια είναι αυστηρή, γεγονός που περιορίζει τον πιστωτικό ρίσκο. Οι περισσότεροι πελάτες των τραπεζών έχουν καταφέρει να ανταπεξέλθουν διαδοχικών κρίσεων σε αυτήν την περίοδο, χωρίς οι οφειλές τους να καταστούν ληξιπρόθεσμες. Ως εκ τούτου, και στο τρέχον περιβάλλον αβεβαιότητας οι πιθανότητες οι χορηγήσεις τους να παραμείνουν ενήμερες είναι αυξημένες.
Τέλος η Ελλάδα και η Κύπρος, οι δύο χώρες από τις οποίες προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών στους συστημικούς ομίλους, εμφανίζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ακόμη κι αν υπάρξει επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, το σενάριο της ύφεσης αυτή τη στιγμή φαντάζει μακρινό.
Ενδεχόμενη, δε, ταχύτερη του αναμενόμενου αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος, θα επιτρέψει στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα να μειώσουν τα επιτόκια στα δανειακά τους προϊόντα. Θα υπάρξει με τον τρόπο αυτό ένα αντίβαρο στην επιδείνωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και στη συνεπακόλουθη μείωση της ζήτησης για επενδύσεις.
Πληρέστερη εικόνα θα δώσουν οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών στις προγραμματισμένες ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων τους οι οποίες φέτος θα πραγματοποιηθούν νωρίτερα από κάθε άλλη χρονιά. Οι διοικήσεις τους θα έχουν μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία να παρουσιάσουν τις εκτιμήσεις τους για την πορεία των οικονομικών αποτελεσμάτων, υπό το πρίσμα της εν εξελίξει κρίσης.
Διαβάστε ακόμη:
- Jumbo: Το τρένο περνάει, η αγορά επιβιβάστηκε – μόνο ο Βακάκης φοβάται την καταιγίδα
- Οι 3 κινήσεις της Fourlis που αφήνει πίσω της τη χασούρα των 20 εκατ. ευρώ από το χακάρισμα
- Έλον Μασκ: Έδωσε 15 εκατ. δολάρια στην influencer που γέννησε το 13ο παιδί του – Νέες αποκαλύψεις για τη «λεγεώνα» που δημιουργεί
- Τζάστιν Μπίμπερ: Αντιμετωπίζει πολλούς δαίμονες αυτή την περίοδο, παίρνει πολύ κακές αποφάσεις, ανέφερε άτομο από το περιβάλλον του