Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια μία άνευ προηγουμένου προσαρμογή στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της Ευρώπης, μετά την περιπέτεια της χρεοκοπίας του Δημοσίου και την περίοδο της ύφεσης.

Με την ταυτόχρονη μείωση των εξόδων και την αύξηση των εσόδων τους, τον περιορισμό των πάσης φύσεως κινδύνων και την εφαρμογή ενός επιχειρηματικού μοντέλου που θεωρείται κατάλληλο για τη διατήρηση της κερδοφορίας τους στα πολυετή υψηλά της τελευταίας διετίας τουλάχιστον έως και το 2026, άλλαξαν πίστα.

Οι τράπεζες

Οι θετικές προοπτικές του κλάδου αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής τους ικανότητας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, αλλά και στο άνοιγμα των αγορών, καθώς διευρύνεται ολοένα και περισσότερο η επενδυτική τους βάση.

Σε πλήθος δεικτών δε, υπερέχουν του μέσου όρου της ΕΕ, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τα επίπεδα της ρευστότητάς τους και τη σχέση εισοδήματος – δαπανών.

Τα αδύναμα σημεία

Την ίδια στιγμή ωστόσο υστερούν σε δύο κρίσιμα πεδία:

Πρώτον, στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, που παρά τη μείωσή τους, αντιπροσωπεύουν το 4% περίπου του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, επίπεδα διπλάσια σε σύγκριση με την Ευρώπη

Δεύτερον, στη συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαιά τους, που σήμερα διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στη ζώνη του 45%, ενώ σε επίπεδο Ευρωζώνης ελάχιστες τράπεζες αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα, με ποσοστά ωστόσο που δεν ξεπερνούν το 10%.

Ο επόπτης

Στις επαφές τους με τον SSM, τον επόπτη του συστήματος, οι διοικήσεις των τεσσάρων μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, αντιλαμβάνονται την εγρήγορση με την οποία εξετάζουν στη Φρανκφούρτη τα δύο επίμαχα σημεία.

Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, «σε καμία περίπτωση δεν επικρατούν συνθήκες συναγερμού, όπως κατά την περίοδο της κρίσης. Ωστόσο, το εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ παρακολουθεί στενά την εξέλιξη τόσο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, όσο και του DTC».

Οι ίδιοι κύκλοι σημειώνουν ότι τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζονται πλέον ως «κανονικές» τράπεζες, οι οποίες θα πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθεια για την απόλυτη σύγκλισή τους με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Άλλωστε, υπογραμμίζουν, «εάν ο SSM διέβλεπε σημαντικούς κινδύνους για το εγχώριο σύστημα, σε καμία περίπτωση δεν θα άναβε το πράσινο φως για την διανομή μερίσματος, για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια. Θα μπλόκαρε τη διαδικασία όπως και πέρυσι. Αυτό όμως δεν συνέβη, ενώ εμφανίζεται θετικός για τη βελτίωση της μερισματικής πολιτικής των επόμενων χρήσεων, εφόσον επιβεβαιωθούν τα επιχειρησιακά πλάνα των τραπεζών».

Τα επόμενα βήματα

Από την πλευρά τους, οι διοικήσεις των ελληνικών ομίλων σχεδιάζουν τα επόμενα βήματα για την περαιτέρω ενίσχυση της εικόνας τους.

Από τη μία πλευρά, στο μέτωπο των επισφαλειών, ετοιμάζονται για ένα ακόμη μικρό γύρο μαζικών αποενοποιήσεων, ενδεχομένως και με χρήση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος Ηρακλής.

Η εικόνα θα ξεκαθαρίσει μετά την υποβολή του σχετικού αιτήματος από τις Attica Bank και Παγκρήτια Τράπεζα, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενοποίησής τους για τη δημιουργία ενός καθαρού από κόκκινα δάνεια πέμπτου πόλου στον κλάδο.

Ανάλογα με το ύψος των εγγυήσεων που θα περισσέψουν, θα κινηθούν. Άλλωστε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει ήδη προαναγγείλει την υποβολή αιτήματος στην Κομισιόν, εφόσον κριθεί απαραίτητο, για την αύξηση των εγγυήσεων κατά 500 εκατ. ευρώ.

Από αυτές τις κινήσεις εκτιμάται ότι θα εξέλθουν των ισολογισμών τους δάνεια ύψους 2 δισ. ευρώ περίπου.

Όσα παραμείνουν στα βιβλία τους αναμένεται να δουλευτούν μέσω ρυθμίσεων και αναγκαστικών εκτελέσεων, με στόχο ο δείκτες καθυστερήσεων μέχρι το τέλος του 2026 να υποχωρήσει κάτω από το 3% και όσο το δυνατόν κοντύτερα στο μέσο ευρωπαϊκό όρο (σήμερα 1,9%).

Ως προς τον αναβαλλόμενο φόρο, η πορεία συρρίκνωσής του θα συνεχιστεί μέσω της ενίσχυσης των συνολικών κεφαλαίων που θα επιτευχθεί με διατήρηση της κερδοφορίας τους σε υψηλά επίπεδα.

Προς το παρόν, δεν υπάρχει άλλος μηχανισμός για την επιτάχυνση της αποκλιμάκωσής του. Σύμφωνα με αναλυτή που παρακολουθεί τον κλάδο, η διαμόρφωση της συμμετοχής του στα εποπτικά κεφάλαια στο 30% ή και χαμηλότερα την επόμενη τριετία, θα περιορίσει σημαντικά τις όποιες ανησυχίες του επόπτη για την ποιότητά τους.