Mε μια μη αναμενόμενη κίνηση από την αγορά, η Standard & Poor’s προχώρησε στην αναβάθμιση των αξιολογήσεων για τις ελληνικές τράπεζες. Αν και δεν απέδωσε την επενδυτική βαθμίδα στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, άνοιξε όμως την «ατζέντα» για μελλοντική αναβάθμιση, με τις θετικές προοπτικές (outlook)
Oι νέες αξιολογήσεις για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι οι ακόλουθες:
● Alpha Bank: Σε «BB» από «BB-» με θετικό outlook,
● Eurobank: Σε «BB+» από «BB» με θετικό outlook,
● Εθνική Τράπεζα: Σε «BB+» από «BB» με θετικό outlook,
● Τράπεζα Πειραιώς: Σε «BB» από «BB-» με θετικό outlook.
Ο οίκος αξιολόγησης θέτει επί της ουσίας τέσσερα ισχυρά κλειδιά για τις ελληνικές τράπεζες και την πιθανή μελλοντική τους αναβάθμιση. Το πρώτο στοιχείο είναι η εξυγίανση των ισολογισμών του ελληνικού τραπεζικού συστήματος η οποία έχει φτάσεις στο τέλος της, καθώς επιτυγχάνει πλήρη ανάκαμψη μετά την κρίση και αρχίζει να επωφελείται από τη θετική οικονομική δυναμική στην Ελλάδα.
Το έτερο στοιχείο είναι το ενισχυμένο κλίμα της αγοράς, το οποίο έχει επίσης αμβλύνει τις ανησυχίες των επενδυτών αλλά και του ίδιου του οίκου αξιολόγησης σχετικά με το προφίλ χρηματοδότησης των τραπεζών. Οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν χαμηλό κόστος χρηματοδότησης χάρη στη σταθερή καταθετική τους βάση αλλά και την πρόσβαση σε πιο προσιτή χρηματοδότηση από τις διατραπεζικές αγορές δανεισμού στο εξωτερικό. Οι τράπεζες στην Ελλάδα έχουν επίσης σημειώσει σημαντική πρόοδο στη δημιουργία κερδών και στην ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού τους μοντέλου.
Ένας ακόμα υποστηρικτικό στοιχείο κλειδί για το προφίλ κινδύνου των τραπεζών είναι η συνεχιζόμενη θετική δυναμική στην οικονομία της Ελλάδας. Παρά τις υποτονικές προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρώπη, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να υπεραποδίδει και να αναπτύσσεται με μέσο ρυθμό 2,4% την περίοδο 2024-2027, ξεπερνώντας πολλές χώρες της ευρωζώνης, επισημαίνει ο οίκος. Η ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας από το ταμείο τηε ΕΕ NGEU, η βελτίωση της οικονομικής ευρωστίας των επιχειρήσεων, καθώς και το γεγονός ότι η οικονομία της Ελλάδας εξακολουθεί να απέχει πάνω από 20% από τα επίπεδα που είχε πετύχει πριν από την κρίση χρέους του 2008, παρέχουν στις ελληνικές τράπεζες χώρο για να αναπτυχθούν.
Τέλος, η έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επανέναρξη καταβολής μερισμάτων από τις ελληνικές τράπεζες μετά από 16 χρόνια απουσίας, αναδεικνύει τη βελτιωμένη κερδοφορία αλλά και την ενισχυμένη κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών. Αν και μεγάλο μέρος της βελτίωσης των κερδών τα τελευταία δύο χρόνια οφείλεται στην άνοδο των επιτοκίων, οι εξορθολογισμένες λειτουργικές δομές των τραπεζών, οι διαρθρωτικά χαμηλότερες πιστωτικές ζημίες και η φθηνή καταθετική βάση έχουν συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση της βασικής κερδοφορίας τους.
Οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να βελτιώσουν τον δείκτη κόστους προς έσοδα σε επίπεδα κάτω του 40% μέσω μέτρων κόστους-αποτελεσματικότητας και πωλήσεων μη βασικών περιουσιακών στοιχείων. Επιπροσθέτως, η ανάκαμψη της αύξησης των χορηγήσεων κατά την επόμενη τριετία σε 5%-6% κατά μέσο όρο μετά από χρόνια απομόχλευσης θα στηρίξει επίσης τη δημιουργία κερδών των τραπεζών σε μια εποχή που η μείωση των επιτοκίων μπορεί να μειώσει τα περιθώρια κέρδους τους.
Ως εκ τούτου, οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν να διατηρήσουν σταθερές μετρήσεις κερδοφορίας με απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (δείκτες RoTE) άνω του 10% το 2024-2026, παρά την πιθανή μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Η εκτίμηση είναι, συνεπώς, ότι όλοι αυτοί οι θετικοί συστημικοί παράγοντες θα οδηγήσουν σε αναθεώρηση του κινδύνου χώρας του τραπεζικού κλάδου και οι αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας από τον οίκο Standard & Poor’s δεν θα είναι πολύ μακριά, αφού οι τράπεζες στην Ελλάδα έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο προς τη βελτίωση της δημιουργίας κερδών και της ανθεκτικότητας του επιχειρηματικού τους μοντέλου.