Αισιόδοξες ότι από το 2025 θα ξεκινήσει η επιστροφή στο τραπεζικό σύστημα προβληματικών δανείων που θεραπεύτηκαν μετά την επιτυχημένη αναδιάρθρωσή τους από τους servicers, εμφανίζονται οι διοικήσεις των συστημικών ομίλων.

Όπως εκτιμούν, μέσω αυτής της διαδικασίας θα μπορέσουν με μικρό αριθμό συναλλαγών να μεγεθύνουν το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο έως και κατά 20 δισ. ευρώ, εξέλιξη που θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στη λειτουργική τους κερδοφορία.

Τράπεζες

Η εκκίνησή της κατά πάσα πιθανότητα θα συμπέσει με τη σημαντική αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στη ζώνη του ευρώ, η οποία αναπόφευκτα θα επιδράσει αρνητικά στα επιτοκιακά έσοδα από το υφιστάμενο απόθεμα χορηγήσεων.

Εφόσον λοιπόν οι τράπεζες επιτύχουν την επαναγορά πακέτων δανείων που έχουν πουλήσει ή τιτλοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια στο πλαίσιο της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, με λίγες κινήσεις και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, θα επιτύχουν την αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος.

Εάν δε, η εξέλιξη αυτή συνοδευτεί από επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης, δεν αποκλείεται οι φιλόδοξοι στόχοι που έχουν θέσει για την κερδοφορία έως και το 2026 να αποδειχθούν συντηρητικοί.

Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα πλάνα που έχουν παρουσιάσει οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι το καθαρό τους αποτέλεσμα θα διατηρηθεί στη ζώνη των 3,5 δισ. ευρώ στην τρέχουσα και στις επόμενες δύο χρήσεις.

Δύσκολη εξίσωση

Κύκλοι από τον κλάδο των διαχειριστών πάντως σημειώνουν ότι η πώληση θεραπευμένων δανείων ξανά στα πιστωτικά ιδρύματα, μόνον εύκολη υπόθεση δεν θα είναι.

Όπως σημειώνουν, το σχετικό απαγορευτικό από τον επόπτη, που παραμένει μέχρι σήμερα σε ισχύ, θα αρθεί υπό ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, στη Φρανκφούρτη δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να τζογάρουν με μία ενδεχόμενη νέα αύξηση του ρίσκου στις ελληνικές τράπεζες, ανατρέποντας τη σημαντική πορεία βελτίωσης του πιστωτικού προφίλ τους, μετά τη συρρίκνωση των δεικτών καθυστερήσεων κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Για το λόγο αυτό, υποστηρίζουν, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) αναμένεται να θεσπίσει σφιχτά κριτήρια επιλογής των χορηγήσεων που θα μπορούν να επαναγοραστούν από τις τράπεζες.

«Η συμπλήρωση τριών συναπτών ετών ομαλών αποπληρωμών μετά από μία ρύθμιση, είναι το ελάχιστο που θα απαιτείται. Επιπρόσθετα θα δημιουργηθούν δείκτες, στους οποίους θα αντικατοπτρίζεται ο κίνδυνος τα δάνεια αυτά να παρουσιάσουν εκ νέου καθυστέρηση», υπογραμμίζουν σχετικά.

Για παράδειγμα, αναφέρουν, «μπορεί να έχει σημασία ποια είναι η ηλικία του δανειολήπτη, το είδος της χορήγησης, το ύψος της ή ακόμη και η δόση ως ποσοστό του εισοδήματος του οφειλέτη. Όσο πιο ριψοκίνδυνο είναι ένα asset, τόσο πιο δύσκολα θα γυρίζει».

Τονίζουν πάντως πως σε κάθε περίπτωση αυτά είναι θέματα που θα αποφασιστούν το επόμενο διάστημα, προτού ανοίξει το παιχνίδι των επιστροφών.

Το μέγεθος της αγοράς

Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος του 2023 η συνολική αξία των ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) για λογαριασμό επενδυτών ανερχόταν σε 69,3 δισ. ευρώ.

Το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά στο χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικής πίστης (45,6%), ενώ ακολουθούν τα στεγαστικά δάνεια με 31,9% και τα καταναλωτικά με 22,5%.

Από αυτά, μόλις τα 7 δισ. ευρώ, κατά την κεντρική τράπεζα, θεωρούνται σήμερα υψηλής ποιότητας δάνεια, δηλαδή έχουν ρυθμιστεί και αποπληρώνονται έκτοτε κανονικά.

Ωστόσο, εκτιμάται ότι το σχετικό μέγεθος θα ενισχυθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, όσο θα δουλεύονται τα συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια, ανεβάζοντας την περίμετρο των υποψήφιων για επιστροφή χορηγήσεων, στη ζώνη των 15 με 20 δισ. ευρώ.

Ως προς το είδος των ρυθμίσεων έως και σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά λύσεις οριστικής διευθέτησης (48,2%) και ακολουθούν οι μακροπρόθεσμες λύσεις (42,6%) και οι βραχυπρόθεσμες λύσεις ρύθμισης (9,2%).

Διαβάστε ακόμη