Έτοιμες για το νέο κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας IV, που θα αυστηροποιήσει από το 2025 τη μεθοδολογία προσδιορισμού της κεφαλαιακής τους ισχύος, είναι οι ελληνικές τράπεζες.

Με βάση τους νέους κανόνες, αλλάζει από τη νέα χρονιά ο τρόπος με τον οποίο θα υπολογίζουν και θα ποσοτικοποιούν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία του ενεργητικού τους.

Συγκεκριμένα, επίκειται η προς τα πάνω αναπροσαρμογή τους, η οποία θα οδηγήσει σε μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας.

Σύμφωνα με πρόσφατη παρουσίαση του προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και της Εθνικής Τράπεζας Γκίκα Χαρδούβελη, η επίπτωση στην κεφαλαιακή τους ισχύ από αυτήν την εξέλιξη θα είναι της τάξης των 30 – 60 μονάδων βάσης.

Διαχειρίσιμα επίπεδα

Ο λόγος που θα περιοριστεί σε αυτά τα απολύτως διαχειρίσιμα επίπεδα είναι, όπως εξήγησε, ότι οι εγχώριοι όμιλοι ακολουθούν μία τυποποιημένη προσέγγιση για τους σχετικούς υπολογισμούς, σε αντίθεση με ορισμένα μεγάλα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα, που θα δουν τους δείκτες τους να μειώνονται έως και κατά 200 μονάδες βάσης.

Τόσο η μικρή επίπτωση των νέων κανονισμών, όσο και η ισχυρή κερδοφορία των τελευταίων τριών χρήσεων, που επέτρεψε το χτίσιμο κεφαλαιακών μαξιλαριών, παρά την έναρξη διανομής μερίσματος στους μετόχους, δεν δημιουργεί καμία ανησυχία στις τραπεζικές διοικήσεις.

Θεωρούν δε πως θα περάσουν με άνεση τα stress tests που είναι προγραμματισμένα για την ερχόμενη χρονιά, διασφαλίζοντας υψηλούς δείκτες κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET1) και στο δυσμενές σενάριο.

Οι ασκήσεις αυτές θα γίνουν με βάση τα αποτελέσματα της χρήσης του 2024, κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι οι συστημικοί όμιλοι θα τους έχουν αυξήσει σημαντικά.

Ήδη από τα αποτελέσματα εννεαμήνου είναι ξεκάθαρη η ανοδική τους τάση, παρά την αύξηση του προβλεπόμενου ποσοστού διανομής των κερδών.

Οι τάσεις ανά τράπεζα

Η πιστοποίηση από τις εποπτικές αρχές των αντοχών τους μέσα από αυτή τη δοκιμασία, θα ανοίξει το δρόμο τόσο για τη μεγαλύτερη επιβράβευση των μετόχων τους τα επόμενα χρόνια, όσο και για την χρήση του υπερβάλλοντος κεφαλαίου για ταχύτερη πιστωτική επέκταση, εξαγορές, αλλά και για τον εμπροσθοβαρή μηδενισμό του αναβαλλόμενου φόρου.

Συγκεκριμένα:

* Η Εθνική Τράπεζα είχε στο τέλος του περασμένου Σεπτεμβρίου δείκτη CET1 18,7%, λαμβάνοντας υπόψιν ποσοστό διανομής των κερδών του 2024 στο 40%.

Σε σχέση με το τέλος του 2023 η αύξησή του προσεγγίζει τις 100 μονάδες βάσης, στηριζόμενη στην υψηλή κερδοφορία που υπερκάλυψε την αύξηση των σταθμισμένων στον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού και την αναμενόμενη ανταμοιβή των μετόχων.

* Η Eurobank αύξησε σε τριμηνιαία βάση το δείκτη CET1 από το 16,2% στο 16,9%, λαμβάνοντας υπόψιν και την αναμενόμενη διανομή μερίσματος (40%), με την καθαρή της κερδοφορία και δια μέσου της αναβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας.

Αντισταθμίστηκε με τον τρόπο αυτό το κάψιμο κεφαλαίου για την ανάπτυξη του ενεργητικού της, ως αποτέλεσμα κυρίως της πιστωτικής επέκτασης και της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου.

* Η Πειραιώς αύξησε το δείκτη CET1 στο τέλος του γ΄ τριμήνου 2024 στο 14,7% από 13,2% το Δεκέμβριο του 2023, λαμβάνοντας υπόψιν τη διανομή του 35% των καθαρών κερδών της εφετινής χρήσης.

Η επίδοση αυτή κατέστη εφικτή τόσο μέσω της κερδοφορίας της περιόδου, όσο και μέσω άλλων ελαφρύνσεων στο σταθμισμένο στον κίνδυνο ενεργητικό της, που υπερκάλυψαν τις απώλειες από την άνοδο των ενεργητικού της, ως αποτέλεσμα της πιστωτικής επέκτασης.

* Η Alpha Bank αύξησε το δείκτη CET1 σε 15,5% ή 17,1% σε pro forma βάση από 14,3% στο τέλος του 2023, με καταλύτη την οργανική δημιουργία κεφαλαίου, την αξιοποίηση του DTA και τη μείωση του σταθμισμένου στον κίνδυνο ενεργητικού λόγω πιστοληπτικών αναβαθμίσεων και της συμφωνίας συγχώνευσης της ρουμανικής θυγατρικής της με τη UniCredit.

Στο τέλος του 2024 αναμένεται να είναι υψηλότερος του 16%, λαμβάνοντας υπόψιν και τη διανομή του 35% των καθαρών κερδών της χρήσης.

Διαβάστε ακόμη: