Οι τράπεζες δεν θα χορηγήσουν δάνεια που θα «κοκκινίσουν» την επόμενη μέρα. Με τη φράση αυτή ο κ. Γιώργος Χαντζηνικολάου, πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, έβαλε στον «πάγο» τα διαρκή αιτήματα των μικρομεσαίων επιχειρηματιών που ζητούν να ανοίξουν οι γραμμές χρηματοδότησης αλλά και να περιοριστούν τα spread των επιτοκίων.

Όμως φως δεν φαίνεται στον ορίζοντα, καθώς τα «κόκκινα» δάνεια εξακολουθούν να αποτελούν το μείζον πρόβλημα των τραπεζικών ισολογισμών και μπλοκάρουν την πιστωτική επέκταση.

«Θέλουμε να λύσουμε το πρόβλημα, προσφέρουμε πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις σε όσους συνεργάζονται, που είναι ειλικρινείς και μπορούν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των δανείων τους. Προσφέρουμε και ‘‘κούρεμα’’ σε εκείνους που θέλουν να πληρώσουν και αντιμετωπίζουν προβλήματα. Όμως δεν εφαρμόζουμε οριζόντιες λύσεις με ‘‘κουρέματα’’, διότι υπάρχουν πάντα και οι στρατηγικοί κακοπληρωτές που επιδιώκουν να επωφεληθούν –σε βάρος των πραγματικά αδύναμων– σε κάθε ευκαιρία», λέει χαρακτηριστικά στην axianews υψηλόβαθμο στέλεχος συστημικής τράπεζας που «τρέχει» τις καθυστερούμενες οφειλές».

«Δράμα» στους ισολογισμούς

 

Από την πλευρά του ο κ. Χαντζηνικολάου, μιλώντας την Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου σε διαδικτυακή εκδήλωση της Τράπεζας Ελλάδος, αναφέρθηκε στην περιορισμένη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών και παραδέχθηκε πως: «Υπάρχουν περιορισμοί στο ρυθμό χρηματοδότησης, διότι ‘‘πληρώνουμε’’ την προηγούμενη 10ετή κρίση, η οποία διέλυσε κυριολεκτικά τους ισολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων». Μάλιστα έκανε λόγο για «δράμα» που απεικονίζεται και στους ισολογισμούς των τραπεζών.

Ο κ. Χαντζηνικολάου σαν πρόεδρος της Ένωσης Τραπεζών έδωσε ακριβή εικόνα για τους ποιους έχουν «κομμένους» σήμερα οι τράπεζες καθώς: «Είναι μεγάλο το ποσοστό των αφερέγγυων και αυτό μας εμποδίζει να δώσουμε δάνεια, σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες, αλλά και με την έννοια του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος. Δεν θα βάλουμε στο σύστημα ένα νέο κύμα δανείων, τα οποία θα ‘‘κοκκινίσουν’’ την επόμενη ημέρα».

Στο 9μηνο του 2020 ο δείκτης των καθυστερήσεων στην Ελλάδα ήταν στο 28,85% (περίπου 35 δισ. ευρώ προβληματικά δάνεια), με τον μέσο όρο στην ευρωζώνη στο 2,82%, με το χαμηλότερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων να το έχει το Λουξεμβούργο μόλις 0,75%, ενώ το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό καθυστερήσεων καταγράφεται στις κυπριακές τράπεζες 12,37%, και ακολουθεί Πορτογαλία με  6,15% και η Ιταλία με 5,36%.

Τα στοιχεία δείχνουν, λοιπόν, τα άλματα που πρέπει να κάνουν οι ελληνικές τράπεζες ώστε να πέσουν αρχικά σε μονοψήφια ποσοστά καθυστερήσεων και στην συνέχεια να προσεγγίσουν τον μέσο όρο των τραπεζών της Ευρωζώνης.

Το 2020 μέσα από το πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» καθάρισαν τους επιβαρυμένους ισολογισμούς τους από σχεδόν 32 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια.

Η εικόνα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

 

Η εικόνα στα τέλη Σεπτεμβρίου 2020 για τις τέσσερεις συστημικές τράπεζες ήταν:

-Η Eurobank έχει δείκτη NPEs 14,9% (διότι έχει ολοκληρώσει την πρώτη φάση εξυγίανσης του ισολογισμού της με τιτλοποίηση ύψους 7,5 δισ. ευρώ) και υπόλοιπο προβληματικών δανείων 6,1 δισ ευρώ.

-Η Alpha Bank στο 9μηνο 2020 είχε δείκτη NPEs 43% που με την ένταξη της τιτλοποίησης των 10,8 δισ. ευρώ στον «Ηρακλή», το ποσοστό περιορίζεται στο 24% και υπόλοιπο προβληματικών δανείων 8,9 δισ. ευρώ.

Εθνική Τράπεζα με την ένταξη της τιτλοποίησης Frontier στο πρόγραμμα «Ηρακλής» έριξε τον δείκτη των NPEs στο 12% (από 29,3% στο 9μηνο του 2020) και το απόθεμα των καθυστερούμενων δανείων περιορίστηκε στα 3,9 δισ. ευρώ.

-Τέλος, η Τράπεζα Πειραιώς με τις τιτλοποιήσεις Phoenix (2 δισ. ευρώ) και Vega (5 δισ ευρώ), μείωσε στο 32% (από 47% στο τέλος 9μηνου 2020) τον δείκτη NPEs, ωστόσο στον ισολογισμό της λιμνάζουν ακόμα 15,7 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια.

Ο μεγάλος φόβος των τραπεζικών διοικήσεων σήμερα είναι πόσο θα αυξηθεί το απόθεμα των προβληματικών δανείων, τώρα που έληξαν για τη μεγάλη πλειοψηφία των δανειοληπτών τα μορατόρια και θα πρέπει να εξυπηρετούν και πάλι τις δόσεις των δανείων τους.

Οι τραπεζίτες τα υπολογίζουν στα 5 δισ. ευρώ τα νέα «κόκκινα». Δηλαδή σύνολο μαζί με τα προβληματικά προ covid στα 34 δισ. ευρώ. Με την επέκταση του «Ηρακλή» θα ξεφορτωθούν άλλα 30 δισ. ευρώ από τους ισολογισμούς τους και ουσιαστικά «καθαρίζουν» και θα μπορούν να ξεκινήσουν την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Από την άλλη, ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας ανεβάζει στα 10 δισ. ευρώ τα κορωνο – δάνεια και επαναλαμβάνει την ανάγκη για τη δημιουργία της bad bank, λύση που θα αντιμετωπίσει, εκτός από τα προβληματικά δάνεια, και το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας.

Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι μόλις λήξουν τα μέτρα αναστολής πληρωμών και πάμε σε σταδιακή άρση των δημόσιων προγραμμάτων στήριξης, είναι πιθανόν να προκύψει ένας σημαντικός όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ταυτόχρονα –καθώς αναμένεται συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της πανδημίας– η επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών φαίνεται αναπόφευκτη.

Πρόσθετες προβλέψεις

 

Για τον κ. Σουρνάρα θα πρέπει οι τράπεζες να λάβουν πρόσθετες προβλέψεις ώστε να είναι «θωρακισμένες» σε ενδεχόμενο «τσουνάμι» από κορωνο – δάνεια και ακόμα να προχωρήσουν ενέργειες που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή (frontloaded) αναγνώριση των ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου, καθώς και την ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μέσω συστημικών λύσεων, όπως δηλαδή είναι η δημιουργία bad bank.

Σύμφωνα με την ΤτΕ «η ανεπαρκής κάλυψη των δανείων από προβλέψεις και οι περιορισμένες δυνατότητες εντός των τραπεζών για επιτυχή ρύθμιση των προβληματικών δανείων θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους. Και τελικά αυτή η αλυσίδα γεγονότων θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασχετικά στην πιστωτική επέκταση και να υπονομεύσει την οικονομική ανάκαμψη».

Ενώ οι καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση του νέου πτωχευτικού νόμου και οι παρατεταμένες διαδικασίες αναδιάρθρωσης προβληματικών δανείων μειώνουν στην πράξη τα ποσοστά ανάκτησης «κόκκινων» οφειλών και τελικά θα «απειλήσουν» τη βιωσιμότητα των δανειοληπτών, ιδίως στην περίπτωση των επιχειρηματικών δανείων.