Νέες εγγυήσεις ύψους 1 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του «Ηρακλή III» για την εξυγίανση των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια θα προβλέπει το αίτημα της ελληνικής πλευράς προς τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε., που αναμένεται να υποβληθεί έως την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου. Η επέκταση του προγράμματος κατά 1 δισ. ευρώ ανεβάζει το ύψος των εγγυήσεων που έχει δώσει ή προτίθεται να δώσει το Δημόσιο στο πλαίσιο του «Ηρακλή III» στα 3 δισ. ευρώ (από 2 δισ. ευρώ που είχαν αρχικά εγκριθεί), ενώ συνολικά οι εγγυήσεις από τις τρεις διαδοχικές επεκτάσεις του «Ηρακλή» εκτιμάται ότι θα ανέλθουν κοντά στα 23 δισ. ευρώ.
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ξεκίνησε ήδη τις διερευνητικές επαφές με την αρμόδια κοινοτική διεύθυνση για την έγκριση του πρόσθετου ποσού των εγγυήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί για την εξυγίανση της Attica Bank και της Παγκρήτιας, τις εκκρεμότητες από το παρελθόν των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, αλλά και νέες τιτλοποιήσεις, που στόχο έχουν να μειώσουν τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω του 3%. Στον προθάλαμο του «Ηρακλή III» βρίσκονται:
- Η τιτλοποίηση κόκκινων δανείων ύψους 3,5 δισ. ευρώ της Attica Bank και της Παγκρήτιας, που αντιστοιχούν σε κρατικές εγγυήσεις ύψους 1,2 εκατ. ευρώ.
- Η τιτλοποίηση «Frontier III» της Εθνικής Τράπεζας, ύψους 620 εκατ. ευρώ.
- Η κοινή τιτλοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών «Solar», ύψους 1,2 δισ. ευρώ.
- Η τιτλοποίηση δύο χαρτοφυλακίων της Alpha Βank («Gaia I» και «Gaia II») ύψους 1 δισ. ευρώ με εκτιμώμενες εγγυήσεις 400 εκατ. ευρώ.
- Η τιτλοποίηση του χαρτοφυλακίου «Leon» της Eurobank ύψους 590 εκατ. ευρώ, με εκτιμώμενες εγγυήσεις 250 εκατ. ευρώ.
Ανάλυση της DBRS ανεβάζει το ποσό των εγγυήσεων που έχει αποσβεστεί έως σήμερα στα 2,2 δισ. ευρώ σε σύνολο 19,2 δισ. ευρώ που έχει εγγυηθεί το Δημόσιο για 17 συναλλαγές τιτλοποιήσεων ύψους 42,8 δισ. ευρώ. Με βάση την ίδια ανάλυση, το ανεξόφλητο υπόλοιπο εγγυήσεων ανήλθε στο τέλος Ιουνίου στα 17 δισ. ευρώ και όπως παρατηρεί η DBRS, «η μείωση κατά περίπου 2,2 δισ. ευρώ, ή 11,5%, δείχνει ότι η πλειονότητα των επιχειρηματικών σχεδίων πρέπει ακόμη να εκπονηθεί».
Από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η Τράπεζα Πειραιώς είχε το υψηλότερο ποσό εγγυημένου χρέους από το ελληνικό Δημόσιο με 6,2 δισ. ευρώ, ακολουθούμενη από την Alpha Bank με 5,5 δισ. ευρώ, ενώ οι εγγυήσεις για τη Eurobank και την Εθνική ήταν 4 δισ. και 3,5 δισ. ευρώ αντιστοίχως. Σε όρους εισπράξεων, τις υψηλότερες αποσβέσεις έχει προς το παρόν η τιτλοποίηση «Cairo 3» της Eurobank (κατά 55,6%), που έχοντας διανύσει ήδη 4 χρόνια ήταν και η πρώτη τιτλοποίηση που εντάχθηκε στον «Ηρακλή». Ακολουθεί το «Galaxy IV» της Alpha Bank (κατά 33,4%) ύστερα από 13 τρίμηνα, το «Sunrise II» της Τράπεζας Πειραιώς (κατά 20,5%) ύστερα από 11 τρίμηνα, και το «Frontier» της Εθνικής (κατά 20,1%) ύστερα από 11 τρίμηνα. Σε μια περίοδο 3 περίπου ετών (έως τον Ιούνιο του 2024), από τις 17 συναλλαγές οι 11 έχουν αποσβέσει λιγότερο από 10%, και όπως σημειώνει η DBRS, «αν και η ποιότητα του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, το μεταβιβαζόμενο χρέος εξακολουθεί να είναι παρόν στην οικονομία και η μείωσή του έχει ανατεθεί στις εταιρείες διαχείρισης (servicers)».
Πηγές από την πλευρά των servicers συνδέουν τη χαμηλή απόδοση των τιτλοποιήσεων στα προβλήματα που υπάρχουν στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και τα διαχρονικά προβλήματα καθυστερήσεων και αναποτελεσματικότητας κατά την απονομή δικαιοσύνης. Οπως έχει γράψει η «Κ», ένα από τα σημαντικά προβλήματα είναι η καθυστέρηση στην εκδίκαση των αναστολών κατά του πλειστηριασμού, που δημιουργεί αβεβαιότητα για τη διαδικασία του πλειστηριασμού, οι καθυστερήσεις (φθάνουν έως και τους 8 μήνες) στην καταβολή των ποσών που εισπράττονται από τον πλειστηριασμό, καθώς και οι καθυστερήσεις στην εκδίκαση ανακοπών κατά της εκτέλεσης. Οπως σημειώνουν, το πρόβλημα αυτό επηρεάζει σημαντικά τη ρευστότητα των οχημάτων (SPV) της τιτλοποίησης, καθώς για την είσπραξη του πλειστηριάσματος απαιτείται να έχουν τελεσιδικήσει τόσο οι ανακοπές του οφειλέτη όσο και οι ανακοπές άλλων δανειστών. Οπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, «προκειμένου το SPV να εισπράξει το πλειστηρίασμα υποχρεούται σε έκδοση εγγυητικής επιστολής, εξαντλώντας τα όρια που έχουν μέσω της χρηματοδότησής τους από τις τράπεζες». Το φαινόμενο αυτό, σημειώνουν, «παρατηρείται ήδη σε αρκετές τιτλοποιήσεις με συνέπεια να μην μπορούν να εισπράξουν τα έσοδα από τους πλειστηριασμούς και να υπάρχουν αποκλίσεις στα επιχειρησιακά σχέδια των τιτλοποιήσεων».