Η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο μαζί με τον «Ηρακλή ΙΙ» ανοίγουν τον δρόμο στις τράπεζες για την οριστική διαγραφή των «κόκκινων» δανείων από τους ισολογισμούς τους.
Τα επόμενα 24ωρα αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο, που θα επιτρέψει τις τράπεζες να απαλλαγούν από τα προβληματικά δάνεια που κουβαλάνε για πάνω από μία δεκαετία στους ισολογισμούς του και ο δείκτης των καθυστερήσεων να πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό, ει δυνατόν από το τέλος του 2021.
Με το στόχο να είναι ο δείκτης καθυστερήσεων το 2022 να είναι στο μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης.
Πώς θα γίνει η διαγραφή κόκκινων δανείων
Η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο θα επιτρέψει στις τράπεζες –όπως έγινε και για τις τράπεζες του ευρωπαϊκού νότου-, να επιταχύνουν τις διαδικασίες για την εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα «κόκκινα» δάνεια, χωρίς το φόβο ότι θα χρειαστεί να καλύψουν τυχόν κεφαλαιακές απώλειες προχωρώντας αυξήσεις κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δώσει το «πράσινο» φως, στο σχέδιο που υπέβαλε προς έγκριση ο υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα κ. Γ. Ζαββός για τη ρύθμιση του αναβαλλόμενου φόρου (DTC).
Συγκεκριμένα με τη ρύθμιση –που σύντομα θα ψηφιστεί και από την Βουλή- παρέχεται στις τράπεζες η δυνατότητα μετακύλισης τυχόν μη συμψηφισθέντων ποσών χρεωστικής διαφοράς, λόγω μη επάρκειας φορολογικών κερδών σε μία χρήση, σε επόμενο φορολογικό έτος στο οποίο θα υπάρχει επάρκεια φορολογικών κερδών.
Η μεταφορά αυτή θα μπορεί να γίνεται σε οποιαδήποτε φορολογική χρήση εντός της 20ετούς περιόδου απόσβεσης που προβλέπουν οι διατάξεις για την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Να σημειωθεί ότι το ποσό της απόσβεσης παραμένει στο 1/20ό των συνολικών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ετησίως.
Ο αναβαλλόμενος φόρος (ν. 4172/2013) μπήκε στη ζωή των τραπεζών μετά το «κούρεμα» τον ομολόγων τους από το περιβόητο PSI. Ήταν ένα «αντίδωρο» για να συμψηφίσουν τις απώλειες με μελλοντικό φόρο.
Αυτές οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credit), αν και αποτελούν χαμηλής διαβάθμισης κεφάλαιο προσμετρώνται στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Να σημειωθεί ότι στο τέλος του 2020, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είχαν σύνολο βασικών εποπτικών κεφαλαίων 25 δισ. ευρώ με τα 15,5 δισ ευρώ από αναβαλλόμενο φόρο.