Το μήνυμα ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και ειδικότερα η Τράπεζα Πειραιώς έχει την βούληση και διαθέτει την ρευστότητα για να χρηματοδοτήσει τις στεγαστικές ανάγκες ενός μέσου νοικοκυριού, σε μια κομβική στιγμή για την αγορά ακινήτων οι προοπτικές της οποίας είναι ευοίωνες, έδωσαν επιτελικά στελέχη της Τράπεζας Πειραιώς, σε σημερινή παρουσίαση των προοπτικών της αγοράς ακινήτων. Επισήμαναν ότι τώρα είναι η στιγμή για ένα μέσο νοικοκυριό να επενδύει στην αγορά ακινήτων, παρουσιάζοντας αναλυτικά τα συγκριτικά οφέλη για ένα νοικοκυριό να επιλέξει να προβεί σε αγορά ενός σπιτιού από το επιλέγει την λύση της ενοικίασης.
Ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, ανέφερε ότι το 2021, με την προϋπόθεση του οριστικού, πλέον, ελέγχου της πανδημίας και την πλήρη απελευθέρωση των δραστηριοτήτων και της κινητικότητας των πολιτών, αναμένεται να σηματοδοτήσει την επανεκκίνηση της αγοράς.
Βάσει των στοιχείων-εκτιμήσεων που συλλέγονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ονομαστικές τιμές των διαμερισμάτων το δεύτερο τρίμηνο του 2021 ήταν αυξημένες κατά 4,6% (προσωρινά στοιχεία Τράπεζας της Ελλάδος) σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020. Επισήμανε επίσης, ότι καταγράφεται ήδη αύξηση της ζήτησης και κατ’ επέκτασιν αύξηση των τιμών σε όλη την επικράτεια. Η συντήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα από την ΕΚΤ, η μεγάλη ρευστότητα που διαθέτουν οι ελληνικές Τράπεζες και η πρόθεση τους για ισχυρή πιστωτική επέκταση, ευνοούν το δανεισμό.
Οι πολύ χαμηλές έως μηδενικές αποδόσεις στις καταθέσεις συμβάλλουν με τη σειρά τους στη ζήτηση εναλλακτικών τοποθετήσεων, με κυρίαρχη, παραδοσιακά, την αγορά ακινήτων. Ένα επενδυτικό ακίνητο προσφέρει καθαρές αποδόσεις μέσω των ενοικίων της τάξης του 3% με 4% σε μέσο όρο, χωρίς να συνυπολογίζεται η αναμενόμενη άνοδος της αξίας του, πρόσθεσε. Σημαντική ώθηση στις μεταβιβάσεις ακινήτων δίνουν οι πρόσφατες αναπροσαρμογές των αντικειμενικών αξιών, κυρίως στις περιοχές όπου καταγράφονται μεγάλες αυξήσεις. Εκτιμάται ότι πολλοί φορολογούμενοι θα σπεύσουν μέχρι το τέλος του έτους να συντάξουν συμβόλαια αγοράς ακινήτων, ώστε να αποφύγουν πρόσθετες επιβαρύνσεις από τον φόρο 3% επί της αντικειμενικής αξίας. Πολλοί ιδιοκτήτες αναμένεται να επωφεληθούν και να προχωρήσουν σε αγοραπωλησίες ακινήτων, κυρίως σε περιοχές όπου καταγράφηκαν αυξήσεις όπως: 95% στο κέντρο της Αθήνας, έως και 76% στο Χαλάνδρι, 75% στη Δάφνη, 62% στην Ανάβυσσο, 60% στον ‘Αγιο Δημήτριο, 57% στο Ελληνικό, 53% στη Γλυφάδα και 41% στου Ζωγράφου.
Σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς, ανέφερε ο κ. Λεκκός, ο μέσος όρος του εμβαδού κατοικίας που αναζητείται για αγορά είναι τα 95 τμ και ο μέσος όρος της ανώτατης τιμής που θέτουν οι υποψήφιοι αγοραστές χρήστες στην αναζήτησή τους για αγορά ακινήτου παρουσιάζει αύξηση για το 2021 και κυμαίνεται στα 160.000 ευρώ έναντι του αντίστοιχου μέσου όρου για το 2020 που κυμάνθηκε στα 147.000 ευρώ.
Στεγαστικό δάνειο ή ενοίκιο;
Η οπτική της μακροχρόνιας επένδυσης και τα οφέλη της.
Όπως ανέφεραν οι κκ Βασίλης Κουτεντάκης, ανώτερος γενικός διευθυντής Retail Banking & Distribution Networks και Γιάννης Γραμματικός, γενικός διευθυντής Retail Banking & Distribution Networks, η πληρωμή ενοικίου κάθε μήνα αν και προσφέρει στέγαση, δεν επιστρέφει τίποτα από πλευράς επένδυσης. Στην περίπτωση της αγοράς κατοικίας, είτε με ίδιους πόρους, είτε με λήψη στεγαστικού δανείου, το ακίνητο αποτελεί ιδιοκτησία που παρέχει τεκμαρτό εισόδημα αν ιδιοκατοικείται. Επίσης, υπάρχει η πιθανότητα κέρδους σε περίπτωση μελλοντικής μεταπώλησης, καθώς παρόλο που οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, προέρχονται από μεγάλη πτώση στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Σε συνδυασμό με τα χαμηλότερα επιτόκια για στεγαστικά και τα ακριβότερα ενοίκια (εξαιτίας για παράδειγμα των βραχυχρόνιων μισθώσεων), η αγορά σπιτιού μπορεί να συμφέρει σημαντικά έναντι του ενοικίου.
Όπως επισημάνθηκε, η αγορά ακινήτου με τραπεζικό δανεισμό προϋποθέτει ίδια συμμετοχή σε ποσοστό τουλάχιστον 20% επί της αγοραίας αξίας. Στην περίπτωση αύξησης της ιδίας συμμετοχής, το επιτόκιο εκτοκισμού διαμορφώνεται χαμηλότερα.
Δόθηκε το ακόλουθο παράδειγμα:
*Ας υποθέσουμε ότι μια οικία εμπορικής αξίας 100.000 ευρώ, ενοικιάζεται για 450 ευρώ το μήνα ή 5.400 ευρώ ετησίως
*Στην περίπτωση της αγοράς του για ιδιοκατοίκηση στην τρέχουσα αξία, η εικόνα διαμορφώνεται ως εξής:
-100.000 ευρώ η αξία
– 6.000 ευρώ τα διάφορα έξοδα (μεσιτικά, συμβολαιογραφικά, δικηγόρου, φόρο μεταβίβασης, δικαιώματα υποθηκοφυλακείου κλπ)
-Συνολικό κόστος 106.000 ευρώ.
– Επιπλέον, προκύπτει ετήσια επιβάρυνση λόγω ΕΝΦΙΑ και δαπανών συντήρησης, που ανέρχεται σε 400 ευρώ.
*Στην περίπτωση λήψης στεγαστικού δανείου, ύψους 80.000 ευρώ, με επιτόκιο 3% και διάρκειας 30 ετών, η μηνιαία δόση διαμορφώνεται στα 340 ευρώ (-24% του μισθώματος) ή 4.080 ευρώ ετησίως. Το ποσό ελάφρυνσης που προκύπτει αν από το ενοίκιο αφαιρέσει κανείς τη δόση του δανείου και τον επιμερισμό του ετήσιου ΕΝΦΙΑ είναι 77 ευρώ μηνιαίως ή περίπου 1.000 ευρώ ετησίως (924 ευρώ).
Όπως αναφέρθηκε από την Ειρήνη-Μαρία Μικροπούλου, senior director, Retail Banking & Distribution Networks της Τράπεζας Πειραιώς, η Τράπεζα Πειραιώς προσφέρει ευρεία γκάμα προϊόντων στεγαστικών δανείων, καλύπτοντας το σύνολο των αναγκών στέγασης, όπως η αγορά, η ανέγερση και ή επισκευή ακινήτου, είτε πρόκειται για την αγορά της πρώτης κατοικίας, είτε για αγορά ενός ακινήτου με στόχο την περαιτέρω εκμετάλλευσή του.
Ως υποστηρικτής των «πράσινων λύσεων» στοχεύοντας στην προστασία του περιβάλλοντος, προσφέρει ειδικά προνόμια στους δανειολήπτες που επιλέγουν ακίνητα χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης (έκπτωση 0,15%, χωρίς έξοδα).
Επισημάνθηκε ότι από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα των στεγαστικών δανείων της Τράπεζας Πειραιώς, είναι η προνομιακή και απόλυτα προσωποποιημένη τιμολόγηση των προϊόντων της. Είναι η μόνη τράπεζα που προσφέρει στον πελάτη το «δικό του» επιτόκιο, σύμφωνα με το συναλλακτικό του προφίλ, ενώ παράλληλα ο δανειολήπτης μπορεί να επηρεάσει περαιτέρω την τιμολόγηση τροποποιώντας τη διάρκεια ή και το ποσό του δανείου του.
Το 2021, ο ένας στους 2 πελάτες της Τράπεζας Πειραιώς που πήραν στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου, το πήραν με τελικό επιτόκιο κάτω του 2,2%.