Η Τράπεζα Κύπρου συνεχίζει να καταγράφει θετικές επιδόσεις, επιβεβαιώνοντας την επενδυτική της δυναμική, με την Deutsche Bank να διατηρεί τη σύσταση «αγορά» για τη μετοχή και να αυξάνει ελαφρώς την τιμή-στόχο στα 7,35 ευρώ. Η αναβάθμιση αυτή βασίζεται στις ισχυρές προβλέψεις κερδοφορίας, παρά τις πιέσεις από τη μείωση των επιτοκίων.
Ανθεκτικά οικονομικά αποτελέσματα εν μέσω χαμηλότερων επιτοκίων
Παρά το δυσμενές περιβάλλον επιτοκίων που πλήττει τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ), η Τράπεζα Κύπρου επιδεικνύει ανθεκτικότητα. Το πρώτο τρίμηνο του 2025, τα ΝΙΙ υποχώρησαν κατά 6% σε τριμηνιαία βάση και κατά 13% σε ετήσια, ωστόσο υπερέβησαν τις προσδοκίες. Το κόστος καταθέσεων παρέμεινε εξαιρετικά χαμηλό στις 33 μονάδες βάσης, ενώ η Deutsche Bank εκτιμά πως το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) θα διαμορφωθεί στο 2,6% για το 2025. Η προβλεπόμενη ανάκαμψη των ΝΙΙ στα 700 εκατ. ευρώ έως το 2027 βασίζεται στην ενίσχυση της δανειακής δραστηριότητας και στην αξιοποίηση της πλεονάζουσας ρευστότητας.
Ανάπτυξη μη επιτοκιακών εσόδων μέσω ασφαλιστικής δραστηριότητας
Η Τράπεζα Κύπρου ενισχύει τη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων της, με αιχμή την επέκταση στον ασφαλιστικό τομέα. Η εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής Κύπρου αντί 29,5 εκατ. ευρώ, που αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2025, αναμένεται να αυξήσει κατά 50% τα ασφάλιστρα και κατά 10% τα μη επιτοκιακά έσοδα από το 2026. Η διοίκηση στοχεύει σε ετήσια αύξηση των εσόδων από προμήθειες κατά 4% την τριετία 2025-2027, κυρίως μέσω ενίσχυσης της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και της αξιοποίησης της ασφαλιστικής δραστηριότητας.
Διατήρηση του κόστους υπό έλεγχο
Το κόστος προς έσοδα διαμορφώθηκε στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 34% το πρώτο τρίμηνο του 2025, με τις προβλέψεις να το τοποθετούν κάτω από το 40% έως το 2027. Παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, τις αυξήσεις μισθών και τις επενδύσεις σε τεχνολογίες πληροφορικής, οι συνολικές λειτουργικές δαπάνες αναμένεται να παραμείνουν σχεδόν σταθερές.
Υψηλή ποιότητα ενεργητικού και υποχώρηση προβλέψεων
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου παραμένει σε εξαιρετικό επίπεδο, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) να βρίσκεται στο 1,8% και τον δείκτη κάλυψης στο 122%. Το κόστος κινδύνου προβλέπεται να μειωθεί στις 38 μονάδες βάσης το 2025 και περαιτέρω στις 35 μονάδες βάσης για την περίοδο 2026-2027. Η μείωση απομειώσεων σε ακίνητα της REMU μέσω πωλήσεων πάνω από τη λογιστική τους αξία θα ενισχύσει τα αποτελέσματα, ενώ εκτιμάται ότι θα υπάρξει υποχώρηση και στις προβλέψεις για νομικές υποθέσεις.
Ισχυρή κεφαλαιακή θέση και γενναιόδωρη μερισματική πολιτική
Ο δείκτης κεφαλαίων κοινών μετοχών (CET1) διαμορφώθηκε στο 19,6%, ενισχυμένος από την οργανική κερδοφορία και τις θετικές επιπτώσεις του Basel IV. Η διοίκηση έχει αυξήσει τον στόχο διανομής μερισμάτων στο 50%-70% των καθαρών κερδών, με την Deutsche Bank να εκτιμά ότι θα κινηθεί στο ανώτατο όριο, αποδίδοντας μερισματική απόδοση της τάξης του 10%, μία από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Επιπλέον, σε εξέλιξη βρίσκεται πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών ύψους 30 εκατ. ευρώ, ενώ εξετάζεται η δυνατότητα διανομής ενδιάμεσων μερισμάτων από το δεύτερο τρίμηνο του 2025 και μετά.
Ελκυστική αποτίμηση παρά την ανοδική πορεία της μετοχής
Η Deutsche Bank αποτιμά τη μετοχή με βάση το μοντέλο μερισματικών ροών, προβλέποντας απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoTE) στο 13,5% και κόστος ιδίων κεφαλαίων στο 13,3%. Η λογιστική αξία ανά μετοχή για το 2026 υπολογίζεται στα 6,5 ευρώ, με τη νέα τιμή-στόχο των 7,35 ευρώ να συνεπάγεται περιθώριο ανόδου της τάξης του 20%. Παρά την ήδη σημαντική άνοδο της μετοχής, οι αποτιμήσεις παραμένουν ελκυστικές, με τον δείκτη P/E στις 7,5 φορές και τον δείκτη P/TBV στις 0,95 φορές, καθιστώντας τη μετοχή ιδιαίτερα ελκυστική για επενδυτές που επιδιώκουν ισχυρή κερδοφορία και επιστροφή κεφαλαίου.
Διαβάστε ακόμη:
- Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: 15 πράγματα που δεν ήξερες για την εκρηκτική πρέσβειρα των ΗΠΑ
- Συμφωνία Πειραιώς – Qualco για την ανάπτυξη ψηφιακής πλατφόρμας για στεγαστικά δάνεια
- Βαγγέλης Μαρινάκης: «Η απογοήτευση είναι μεγάλη – αλλά το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει»
- Ποια πανεπιστήμια θα πληγούν περισσότερο από τον πόλεμο του Τραμπ κατά των ξένων φοιτητών