Μπορεί το 2022 να αποτελεί σίγουρα ένα έτος-καμπή για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όμως ένα ευοίωνο μέλλον μπορεί να γίνει εφικτό μόνο ως αποτέλεσμα ενός σωστά θεμελιωμένου παρελθόντος και παρόντος. Έτσι, οι βάσεις για το ΤΧΣ μπήκαν ουσιαστικά το 2021. Ας δούμε όμως τα πράγματα λίγο πιο αναλυτικά.
Τα μάτια όλων είναι στραμμένα στο νέο νόμο για το Ταμείο, ο οποίος εκτός από την ενίσχυση και ουσιαστική μεταβολή του ρόλου του, θα σημάνει και την πενταετή παράταση της λειτουργίας του, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει την αποστολή του με αξιώσεις και να προβεί στην αποεπένδυση των συμμετοχών του από συστημικές και μη τράπεζες.
Αυτά όλα έρχονται τη χρονιά που μόλις ξεκίνησε, όμως υπήρξαν κάποια γεγονότα-σταθμοί κατά το προηγούμενο έτος, τα οποία χρήζουν περαιτέρω αναφοράς, καθώς κατέστησαν το 2021 έτος-ορόσημο για το Ταμείο.
Αρχικά, μετά από μία περίοδο διοικητικού αποπροσανατολισμού, ανέλαβε (επιτέλους) ένας Έλληνας τα ηνία του Ταμείου. Μετά από την άνευρη και συγκρουσιακή διοίκηση του Martin Czurda, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ήταν ένας βετεράνος τραπεζίτης, δε μπόρεσε ποτέ να βρει το σφυγμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ώστε να το βοηθήσει ουσιαστικά από τη νευραλγική θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΤΧΣ, η εκλογή του Ηλία Ξηρουχάκη στη θέση αυτή, ήταν ό,τι καλύτερο.
Όχι μόνο γιατί ο Ξηρουχάκης είναι Έλληνας αλλά κυρίως γιατί είναι ένα στέλεχος πολύ ικανό, με μεγάλη εμπειρία, στην ακμή της καριέρας του και με μία αντίληψη σφαιρική για τα ελληνικά τραπεζικά πρόσωπα και πράγματα. Επίσης, ο νέος Διευθύνων εμφορείται από μία διάθεση να κάνει πράγματα, να βάλει το ΤΧΣ στη σωστή θεσμική του θέση και όχι να παρατηρεί μακρόθεν τα γεγονότα να συμβαίνουν ερήμην του θεσμικού (μεγαλο)μετόχου. Σήμερα, μία δεκαετία και πλέον μετά την έναρξη της κρίσης, η παρουσία ενός τέτοιου στελέχους με εμβέλεια και ελληνικό διαβατήριο, σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα.
Επιπροσθέτως, το ΤΧΣ εντός του 2021 και υπό την καθοδήγηση της νέας του διοίκησης, συνέβαλε ουσιαστικά και επιτυχημένα σε όχι μία, αλλά τρεις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, δύο συστημικών τραπεζών και μίας μη συστημικής, κάτι που δεν έχει προηγούμενο στην δωδεκάχρονη ιστορία του Ταμείου.
Και η συμβολή αυτή του ΤΧΣ ήταν όχι μόνο αναίμακτη (οι γνωρίζοντες τα τραπεζικά ξέρουν ότι δεν ήταν πάντα έτσι…) αλλά και ουσιαστική, αφού το Ταμείο, εκ του ρόλου του, ενεπλάκη σε όλη τη διαδικασία από την αρχή ως το τέλος. Το όλο σκηνικό είναι πρωτοφανές όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Αρχικά ήταν η μεγάλη αύξηση της πολύπαθης Τράπεζας Πειραιώς του 1,38 δις, η μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη μετά την αύξηση της Santander το 2017. Μετά ήρθε η αύξηση των 900 εκ. της Alpha η οποία αποτέλεσε ακόμα μία ψήφο εμπιστοσύνης όχι μόνο για την ίδια την τράπεζα, αλλά για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές ανάπτυξης και προόδου.
Τέλος, ήρθε η Τράπεζα Αττικής και το δαιδαλώδες deal το οποίο έσωσε ουσιαστικά την τράπεζα. Βέβαια, μπορεί κάποιος να πει ότι δεν ήταν του μεγέθους ή εν γένει βεληνεκούς των δύο προαναφερθεισών συστημικών τραπεζών, αλλά είναι προφανές ότι αν η τράπεζα δεν κατάφερνε να κρατηθεί εν ζωή, οι επιπτώσεις για τη χώρα θα ήταν καταστροφικές, καθώς το γεγονός αυτό θα αναιρούσε ουσιαστικά την μέχρι σήμερα πορεία επανάκαψης που αποτελεί και το κεντρικό μήνυμα της ελληνικής κυβέρνησης και πολιτείας.
Η περίπτωση δε της Αττικής έχει και προεκτάσεις προς το μέλλον, αφού η βιωσιμότητα και ανάπτυξή της αποτελεί μεγάλο στοίχημα και έχει σαφείς οικονομικές διαστάσεις, αφού το ΤΜΕΔΕ έχει επενδύσει πάνω από 800 εκ. στην Τράπεζα.
Από τα παραπάνω, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο ρόλος του ΤΧΣ και ο τρόπος που η διοίκηση του τον επιτέλεσε ήταν μείζονος σημασίας όχι μόνο για τους οργανισμούς αυτούς αλλά και ευρύτερα. Είναι δε η πρώτη φορά που του ΤΧΣ επενδύει χρήματα των φορολογουμένων με προσδοκία σημαντικού μελλοντικού κέρδους και δεν λειτουργεί απλώς ως όχημα σωτηρίας (rescue vehicle) όπως σε όλες τις ανακεφαλαιοποιήσεις συστημικών τραπεζών στο παρελθόν.
Τέλος, το 2021 αποτέλεσε την αρχή της σημαντικής βελτίωσης των σχέσεων του ΤΧΣ με τις διοικήσεις των τραπεζών αλλά και όλων των “παικτών” στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Έτσι, οι ανύπαρκτες σχέσεις των τελευταίων ετών με τη διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς ήρθαν σ’ ένα επαγγελματικό και εποικοδομητικό επίπεδο, ενώ και με τις υπόλοιπες διοικήσεις οι σχέσεις πύκνωσαν κι έγιναν σαφώς πιο ουσιαστικές, με τις δύο πλευρές να ανταλλάσσουν απόψεις και να προσπαθούν να διαγράψουν μία κατά το δυνατόν κοινή γραμμή πλεύσης επ’ ωφελεία του κλάδου και της οικονομίας.
Εκτός από αυτό, οι σχέσεις με την Τράπεζα Ελλάδος (που δεν ήταν και οι καλύτερες επί προηγούμενης διοίκησης) αλλά και με τους επόπτες στην Ευρώπη, έγιναν επίσης πιο τακτικές αλλά και ουσιαστικές, φθάνοντας σήμερα στο ιστορικά καλύτερο σημείο τους.
Για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομα τους, ο θεσμικός επενδυτής που ακούει στο όνομα ΤΧΣ, ίσως για πρώτη φορά κατόρθωσε το 2021 να παίξει το ρόλο που του αρμόζει και αυτό αποτελεί μία κατάκτηση αλλά συγχρόνως και μία παρακαταθήκη για το μέλλον.
Έτσι, με τις ισχυρές βάσεις που ετέθησαν και αυτά που επίκεινται την τρέχουσα χρονιά, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας υπό τον Ηλία Ξηρουχάκη και την διοικητική του ομάδα, ατενίζει το μέλλον με συγκρατημένη αισιοδοξία και αποτελεί έναν από τους σοβαρούς πυλώνες στήριξης του τραπεζικού συστήματος και της εθνικής προσπάθειας για ανάπτυξη και σταθερή ευημερία.