Οι εξελίξεις στην οικονομία και στον τομέα των επιχειρηματικών προσδοκιών φαίνεται να επιβεβαιώνουν έναν αυξανόμενο δυισμό της εγχώριας επιχειρηματικής βάσης και τις αυξανόμενες αντιθέσεις, λόγω πανδημίας, μεταξύ μεγάλων και μικρών/ατομικών επιχειρήσεων, μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν σε αναπτυσσόμενους κλάδους και σε πιο παραδοσιακούς κλάδους και μεταξύ των επιχειρήσεων με προνομιακή θέση στην ψηφιακή οικονομία και αυτών που αδυνατούν να συμμετάσχουν ικανοποιητικά σε αυτή.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου Ένα, τα παραπάνω έχουν αποτυπωθεί στην ανάκαμψη που εκδηλώνεται μέσω επίμονων κλαδικών αποκλίσεων και διαρθρωτικών ανακατατάξεων κατά τη φάση της οικονομικής ανάκαμψης με σημαντικές επιπτώσεις στις ανισότητες, στη μακροχρόνια ανεργία και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εργασίας λόγω των ταχύτατων αλλαγών και νέων μορφών ανισοτήτων/αποκλεισμών που προκαλεί παράλληλα η υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών στο σύνολο της οικονομίας (αυτοματοποίηση, τεχνητή νοημοσύνη, Διαδίκτυο των Πραγμάτων, κ.λπ.).

Σύμφωνα με την ανάλυση, η αύξηση στο ΑΕΠ κατά το 2ο τρίμηνο του 2021 χαρακτηρίζεται από τη σημαντική ενίσχυση της ακαθάριστης κερδοφορίας στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα.Συγκεκριμένα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και μεικτό εισόδημα αυξήθηκε κατά 23,5% σε ετήσια βάση. Το άθροισμα των δύο δεικτών ανέρχεται σε 53%, ήτοι το υψηλότερο σημείο από το 4ο τρίμηνο του 2013, με το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα να ανέρχεται στο 31% του ΑΕΠ και το μεικτό εισόδημα στο 22%.

Εντούτοις, εκτιμάται ότι η αύξηση της εταιρικής κερδοφορίας λαμβάνει χώρα σαφώς νωρίτερα και με επίσης πολύ υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με το εισόδημα των ατομικών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, το γεγονός αυτό συνάδει με την εκτίμηση ότι μεγάλομερίδιο της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα αφορά σε συχνά καλυμμένες σχέσεις εξαρτημένης εργασίας χαμηλού κόστους για τους εργοδότες.

Τα παραπάνω δεδομένα συγκλίνουν επίσης με ευρήματα ερευνών που αναδεικνύουν τη μεγάλη ετερογένεια που χαρακτηρίζει την κατάσταση και τις τρέχουσες επιδόσεις των επιχειρήσεων. Από τη μία, οι εισηγμένες εταιρείες παρουσιάζουν βελτιωμένες επιδόσεις ακόμα και σε σύγκριση με το 2019 (+15,9% στα λειτουργικά κέρδη σε σύγκριση με το α’ Εξάμηνο του 2019). Από την άλλη, ένα σημαντικό τμήμα μικρών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει μια κατάσταση χαμηλής έως ανύπαρκτης ρευστότητας και προβλήματα υπερχρέωσης με κίνδυνο τη διακοπή των εργασιών τους.

Ενδεικτικά, πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ) φέρνει στο φως τα ακόλουθα ευρήματα:

α) 4 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για έναν μήνα, χαρακτηρίζοντας το ζήτημα της ρευστότητας ως το σημαντικότερο πρόβλημα των επιχειρήσεων,

β) 1 στις 5 επιχειρήσεις (21,4 %) δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ για επίσης 1 στις 5 επιχειρήσεις (21%) τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για έναν μήνα,

γ) το 36,7% των επιχειρήσεων εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους το επόμενο διάστημα,

δ) σχεδόν 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε το α΄ εξάμηνο του 2021 ότι αύξησε τις τιμές της,

ε) το 25,5% των επιχειρήσεων με τραπεζικά δάνεια δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες.

Γ. Χατζηθεοδοσίου- Οριζόντια εφαρμογή των μέτρων, με ταυτόχρονη στήριξη των επιχειρήσεων

Χρήσιμα συμπεράσματα

Το Ινστιτούτο Ένα ανακεφαλαιώνοντας σημειώνει ότι, τα αντιφατικά στοιχεία για την αύξηση της εταιρικής κερδοφορίας από τη μία και τα προβλήματα που υφίσταται μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων από την άλλη, υποδεικνύουν έναν αυξανόμενο δυϊσμό της εγχώριας επιχειρηματικής βάσης:

•Δυισμό με βάση το μέγεθος της επιχείρησης. Η τελευταία Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Ελλάδας αναγνωρίζει, χαρακτηριστικά, ότι το κόστος χρηματοδότησης εταιρικών σχημάτων κυμαίνεται σε ιστορικά χαμηλά, σε αντίθεση με το κόστος για τις ατομικές επιχειρήσεις, που είναι αισθητά υψηλότερο. Οι μεγάλες εταιρείες, σημειώνεται επιπρόσθετα, είχαν τη δυνατότητα να αντλήσουν χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολόγων.

• Μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν σε αναπτυσσόμενες δραστηριότητες (ενέργεια, ψηφιακή οικονομία, υποδομές, υπηρεσίες υγείας) και των πιο παραδοσιακών τομέων της οικονομίας (εμπόριο, εστίαση, τουρισμός, πολιτισμός). Η δυναμική αυτή επιβεβαιώνεται από τη σύγκριση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά κλάδο, με τους αναπτυσσόμενους κλάδους να έχουν υπερβεί τα επίπεδα του 2ου τριμήνου 2019 σε αντίθεση με τις εμπορικές και τουριστικές επιχειρήσεις που υπολείπονται αισθητά των σχετικών επιπέδων.

• Των επιχειρήσεων με προνομιακή θέση στην ψηφιακή οικονομία και αυτών που αδυνατούν να συμμετάσχουν ή να συμμετάσχουν με ικανοποιητικούς όρους σε αυτή. Τα παραπάνω αναδεικνύουν συνεπώς τη σημασία μιας πιο συστηματικής παρακολούθησης και ανάδειξης των δομικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στην επιχειρηματική σφαίρα, καθώς και των κλαδικών και ενδοκλαδικών αναδιαρθρώσεων και ανακατατάξεων που έχει δρομολογήσει η πανδημική κρίση.