Από τη στιγμή που σε επίπεδο Ε.Ε. και Ευρωζώνης αναγνωρίστηκε, ότι η πανδημία του κορωνοϊού συνιστά μια άνευ προηγουμένου πρόκληση με δριμύτατες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, ήταν επόμενο να συμφωνηθεί ότι χρειάζεται μια συντονισμένη και περιεκτική στρατηγική για να αντιμετωπιστούν οι επείγουσες υγειονομικές ανάγκες, να στηριχθεί η οικονομική δραστηριότητα και να προετοιμαστεί το έδαφος για την οικονομική ανάκαμψη.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Όπως επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή, νέα εργαλεία οικονομικής πολιτικής και νέοι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί χρησιμοποιούνται για την ανάσχεση των απωλειών. Σε επίπεδο Ε.Ε., η συντονισμένη ανταπόκριση με αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και των περιορισμών στην παροχή κρατικών ενισχύσεων και εγγυήσεων για τη δανειοδότηση επιχειρήσεων, αλλά κυρίως η πρωτοβουλία, για πρώτη φορά, των ηγετών της ΕΕ για τη χρηματοδότηση, μέσω κοινής έκδοσης χρέους, του το νέου μέσου οικονομικής ανάκαμψης της ΕΕ “Next Generation EU”, διαμορφώνουν κατάλληλες συνθήκες για την αναθεώρηση του συνολικού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. σε ρεαλιστικότερη και πιο ευέλικτη κατεύθυνση, ώστε να γίνει αποτελεσματικότερο.

Πλαίσιο ευελιξίας

Οι πρωτοβουλίες αυτές δημιούργησαν ένα πλαίσιο ευελιξίας στη δημοσιονομική διαχείριση, που επέτρεψε αφενός την απρόσκοπτη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών και αφετέρου τη μεταστροφή της δημοσιονομικής πολιτικής σε έντονα επεκτατική το 2020.

Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, η έντονα επεκτατική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής συμπληρώνει και ενισχύει την αποτελεσματικότητα των αυτόματων σταθεροποιητών στην απορρόφηση των υφεσιακών επιπτώσεων της πανδημίας. Από κει και πέρα, η εμπειρία από τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός για κάποιας μορφής μόνιμη δυνατότητα κοινής δημοσιονομικής στήριξης, όπως η αξιοποίηση μελλοντικά της κοινής έκδοσης ομολόγων ως εργαλείου χρηματοδότησης παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και για την παρακολούθηση της εφαρμογής διαρθρωτικών πολιτικών.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, πρωτίστως η κρίση της πανδημίας αναδεικνύει την ανάγκη μεταρρύθμισης του υπό αναστολή Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης γύρω από δύο κεντρικούς άξονες:

α) την απλοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να γίνουν περισσότερο ευέλικτοι, ρεαλιστικοί και εύχρηστοι

β) την ενίσχυση της εφαρμογής αξιόπιστων αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών με ταυτόχρονη ενδυνάμωση των αυτόματων σταθεροποιητών και με μεγαλύτερη έμφαση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων δεν θα είναι εύκολη. Οι νέοι κανόνες θα πρέπει να είναι αξιόπιστοι, ώστε να εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών, και να μη χρειάζονται πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών, παρά μόνο πολιτική στήριξη σε επίπεδο ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό “μέτωπο”

 Αυτά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε ότι αφορά τις εξελίξεις στη χώρα μας, η ΤτΕ σημειώνει ότι, το 2020 η δημοσιονομική πολιτική μεταστράφηκε σε έντονα επεκτατική, λόγω των μέτρων που υιοθετήθηκαν ως αντιστάθμισμα των αρνητικών επιδράσεων της υγειονομικής κρίσης στην πραγματική οικονομία .

Η έγκαιρη και συνεκτική παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τη συντονισμένη δράση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ως προς την ενίσχυση της ρευστότητας, την παροχή στα κράτη-μέλη της μέγιστης δυνατής δημοσιονομικής ευελιξίας και την ενεργοποίηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, συνέβαλε στη διατήρηση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου σε χαμηλά επίπεδα.

Ως εκ τούτου, το 2020 αντλήθηκαν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές με συνεχώς μειούμενα επιτόκια, με αποτέλεσμα την ομαλή χρηματοδότηση των επεκτατικών μέτρων με πολύ ευνοϊκούς όρους και παράλληλα τη δυνατότητα διατήρησης του ταμειακού αποθέματος σε υψηλά επίπεδα.

Αναλυτικότερα, η κυβέρνηση, προκειμένου να μειώσει τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας, υιοθέτησε δημοσιονομικά μέτρα για τη στήριξη των εργαζομένων και των επιχειρήσεων που πλήττονται τόσο από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα (μείωση της ζήτησης) όσο και από τα μέτρα που συνδέονται με την αναστολή της λειτουργίας τους με σκοπό τον περιορισμό της μετάδοσης της πανδημίας.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, κατά το 2020 θεσμοθετήθηκαν στοχευμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις ύψους 18,2 δισ. ευρώ (ή 11,2% του ΑΕΠ) για την ενίσχυση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Οι κύριοι άξονες των παρεμβάσεων αυτών αφορούσαν την προστασία της απασχόλησης και την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις.

Συγκεκριμένα, το 29% του ύψους των παρεμβάσεων κατευθύνθηκε στην παροχή ρευστότητας προς τις πληττόμενες επιχειρήσεις μέσω ενισχύσεων με τη μορφή της επιστρεπτέας προκαταβολής, ενώ το 22% στόχευσε στη διατήρηση της απασχόλησης μέσω της καταβολής αποζημιώσεων ειδικού σκοπού για μισθωτούς και αυτοαπασχολουμένους και στην κάλυψη των ασφαλιστικών τους εισφορών.

Κατά τα λοιπά, το 15% σχετίστηκε με τη μείωση της προκαταβολής φόρου των επιχειρήσεων και την αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων εργαζομένων και επιχειρήσεων, ενώ το 14% αφορούσε παροχή εγγυήσεων για τη χορήγηση επιχειρηματικών δανείων.

Επίσης, 6% του ύψους των παρεμβάσεων αφορούσε τη μείωση των έμμεσων φόρων μέσω της αναστολής πληρωμής ΦΠΑ, καθώς και τις μετατάξεις ορισμένων προϊόντων στο μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ, και άλλο ένα 6% στόχευσε στη στήριξη των νοικοκυριών μέσω κυρίως της επέκτασης των επιδομάτων ανεργίας και των επιδοτήσεων τόκων δανείων πρώτης κατοικίας. Τέλος, το 5% αφορούσε λοιπές μεταβιβάσεις προς επιχειρήσεις και το 3% αύξησε τη δημόσια κατανάλωση για τη στήριξη του εθνικού συστήματος υγείας.

Πάντως, οι αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων διεύρυναν το ήδη μεγάλο απόθεμα απλήρωτων υποχρεώσεων προς το Δημόσιο. Για αυτό η ΤτΕ προειδοποιεί ότι, η συσσώρευση απλήρωτων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων αποτελεί σοβαρό πρόβλημα.

Ως μέτρο αντιμετώπισης έχει συχνά παρασχεθεί η δυνατότητα ρύθμισης οφειλών με ευνοϊκούς όρους. Η πρακτική αυτή, παρά το γεγονός ότι, όταν επαναλαμβάνεται, υπονομεύει τη φορολογική συμμόρφωση, στην παρούσα πρωτοφανή συγκυρία θεωρείται αναγκαία, καθώς το πρόβλημα διογκώθηκε εξαιτίας μιας εξωγενούς απειλής που διατάραξε την ομαλή λειτουργία της οικονομικής δραστηριότητας.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι πρόσφατες κυβερνητικές αποφάσεις για τη διευθέτηση των οφειλών αποτιμώνται θετικά. Επιπλέον, η πρόοδος όσον αφορά την εκκαθάριση των υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της ρευστότητας της ιδιωτικής οικονομίας.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα

Το 2021, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2021, το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να περιοριστεί σημαντικά, λόγω της σταδιακής απόσυρσης των επεκτατικών δημοσιονομικών παρεμβάσεων και της προβλεπόμενης ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η πανδημία θα τεθεί υπό έλεγχο.

Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του 2021 η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη σχετικά με την εξέλιξη του τρίτου κύματος της πανδημίας, το οποίο επέβαλε αυστηρότερο περιορισμό των μετακινήσεων, εκ νέου αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων και τη λήψη επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων.

Ήδη ο δημοσιονομικός λογαριασμός των μέτρων στήριξης για φέτος, έχει φτάσει πλέον τα 14 δισ. ευρώ, έναντι 7,5 δισ. ευρώ που ήταν η αρχική πρόβλεψη. Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική πολιτική, όπως περιγράφεται στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2021, έχει συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, που αναμένεται να επιβαρύνουν το προβλεπόμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Πως αντέδρασε οι οικονομία στα δυο lockdown;

Η πρόκληση την “επόμενη μέρα” της πανδημίας

 Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της ΤτΕ, η πανδημία έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας ως προς την ασκούμενη οικονομική πολιτική, την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων και τις προβλέψεις των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεταβλητών για το 2021. Η επιθετική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική, ήταν η ενδεδειγμένη αντίδραση για τη στήριξη της οικονομίας, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του 2020 και στις αρχές του 2021.

Μεγαλύτερη στόχευση

Η στήριξη αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί όσο διαρκούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, με ακόμη μεγαλύτερη στόχευση, και να αποσυρθεί σταδιακά και παράλληλα με την οικονομική ανάκαμψη. Με τον τρόπο αυτό εξομαλύνεται η αποπληρωμή μετά την πανδημία των υπό αναστολή υποχρεώσεων και αποφεύγεται ο κίνδυνος έναρξης ενός νέου φαύλου κύκλου δημοσιονομικής αστάθειας και οικονομικής ύφεσης που θα μπορούσε να προκληθεί από μια απότομη και πρόωρη απόσυρση των υφιστάμενων δημοσιονομικών μέτρων.

Έχει ιδιαίτερη σημασία η δημοσιονομική επέκταση να παραμείνει στοχευμένη και προσωρινή, προκειμένου να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και να μη μετατραπεί η υγειονομική κρίση σε κρίση δημόσιου χρέους.

Επιπλέον, το ταμειακό απόθεμα θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και κατά συνέπεια στον περιορισμό του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης.

Η επόμενη μέρα της υγειονομικής κρίσης πρέπει να συνδέεται με οικονομικές πολιτικές που ως κύριο μέλημά τους θα έχουν την οικονομική μεγέθυνση σε συνδυασμό με την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.

Η αξιόπιστη τήρηση των κανόνων του υπό διαμόρφωση νέου, μετά την πανδημία, ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου αποτελεί προϋπόθεση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και της αδιάλειπτης παρουσίας της χώρας στις διεθνείς αγορές.

Επιπλέον, καθώς η επίδραση του παρονομαστή είναι καθοριστική για τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, είναι απαραίτητο η τρέχουσα οικονομική πολιτική να συνδυαστεί με διαρθρωτικές πολιτικές, αποσκοπώντας στη συνέχιση μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η ασφαλής επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το τέλος της πανδημίας, αλλά και πολύ περισσότερο η επάνοδός της σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά.

Προς τη σωστή κατεύθυνση

Στο πλαίσιο αυτό, η ώθηση στην ανάπτυξη μέσω επενδύσεων στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία αυξάνει το προϊόν και συμβάλλει στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς και στη δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου για την αντιμετώπιση μελλοντικών διαταραχών.

Παράδειγμα προς τη σωστή κατεύθυνση αποτελεί η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου τομέα, ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών που διαμορφώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, με άμεσα οφέλη από τη μείωση του λειτουργικού κόστους, την αποτελεσματικότερη λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τη διευκόλυνση της επισκόπησης των δαπανών.

Ο ρόλος του Ταμείου Ανάκαμψης στη “διόρθωση”

Καθοριστικής σημασίας κρίνεται η αξιοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, δεδομένου του υψηλού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή που συνδέεται με τις δημόσιες επενδύσεις, αλλά και του μεγάλου επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία.

Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να έχει ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό, με έμφαση σε φιλικές προς την ανάπτυξη δημόσιες δαπάνες, οι οποίες συμβάλλουν και στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων με σημαντικά και διατηρήσιμα αναπτυξιακά αποτελέσματα.

Ειδικότερα, ο πολλαπλασιαστής των δημόσιων επενδύσεων για τις ανεπτυγμένες οικονομίες σε περιόδους αβεβαιότητας εκτιμάται αρκετά μεγαλύτερος της μονάδας για μια περίοδο δύο ετών. Από αυτή την άποψη, η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU αποτελεί μοναδική ευκαιρία.

Η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών

Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν δράσεις για την αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών. Για παράδειγμα, μια περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών θα στηρίξει την εργασία και την οικονομική ανάπτυξη και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας.

Επίσης, ένα καλά σχεδιασμένο και στοχευμένο σύστημα φορολογικών κινήτρων, που θα ενθαρρύνει την ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία με στόχο την έρευνα και την καινοτομία, θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική δημοσιονομική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακό αποτύπωμα.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, στην ανάλυση των συνολικών επιδράσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην οικονομία που έχει πραγματοποιηθεί από την ΤτΕ σημειώνεται ότι, η από κοινού επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων (χωρίς την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου) οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου του Α.Ε.Π. το 2026 κατά 4,31% Αυτό μεταφράζεται σε θετική συνεισφορά στο ρυθμό ανάπτυξης του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά 0,72 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο τη περίοδο 2021-2026. Οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξάνονται επίσης, φτάνοντας τη μέγιστη αύξηση τους κατά 21% το 2025.

Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται περισσότερο από 2% κατά την εξαετία 2021-2026. Η αύξηση Α.Ε.Π. διευρύνει την φορολογική βάση και ενισχύει τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του Α.Ε.Π. κατά 1,56 ποσοστιαίες μονάδες το 2026.

Σημειώνεται ότι μετά το 2026, όταν και τελειώνει η εκταμίευση των πόρων, η οικονομία επανέρχεται σταδιακά στην αρχική κατάσταση μακροχρόνιας ισορροπίας Ωστόσο, η ταχύτητα σύγκλισης είναι μικρή, με αποτέλεσμα οι θετικές επιδράσεις στο Α.Ε.Π. να έχουν υψηλή χρονική διάρκεια, ακόμα και 20 χρόνια μετά, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην σημαντική αύξηση του αποθέματος κεφαλαίου κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του Σχεδίου.

Η μελέτη της ΤτΕ παρουσιάζει και τις εκτιμήσεις των επιδράσεων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις μακροοικονομικές μεταβλητές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων. Η υπόθεση εργασίας είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν μόνιμο χαρακτήρα, το οποίο σημαίνει ότι η οικονομία μετακινείται προς μια νέα μακροχρόνια ισορροπία.

Στο σύνολο τους, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνδυαστικά μπορούν να συνεισφέρουν στο ρυθμό ανάπτυξης του Α.Ε.Π. 0,43 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο την περίοδο 2021-2026. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν το επίπεδο του πραγματικού προϊόντος, των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης κατά περίπου 6%, 8,5% και 4%, αντιστοίχως, μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να διευρύνουν μόνιμα τη φορολογική βάση και να οδηγήσουν σε αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του Α.Ε.Π. κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Αναμόρφωση του Συμφώνου

Στην τελική της διαπίστωση η ΤτΕ επισημαίνει ότι, προκειμένου να διευκολυνθούν οι πολιτικές για την προώθηση των παραπάνω προτεραιοτήτων, έχει δρομολογηθεί ήδη σε ευρωπαϊκό επίπεδο η αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να καταστεί απλούστερο, περισσότερο ευέλικτο και ταυτοχρόνως να διασφαλίζει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Κύριες προτεραιότητες θα πρέπει να αποτελούν η διαφύλαξη του επιπέδου των επενδυτικών δαπανών ώστε να δρουν αντικυκλικά και να μην αποτελούν μέσο επίτευξης δημοσιονομικής πειθαρχίας, η ενδυνάμωση των αυτόματων σταθεροποιητών και η έμφαση στην καθοριστική επίδραση της οικονομικής ανάπτυξης ως προς τη μείωση του δημόσιου χρέους για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

Δείτε όλες τις  τελευταίες Ειδήσεις  από την  Ελλάδα  και τον  Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο   Radar.gr.