Να κάνει ό,τι επιτρέπει η εντολή της ΕΚΤ για να αντιμετωπιστούν οι επικείμενες δυσκολίες, κάλεσαν την Κριστίν Λαγκάρντ οι ευρωβουλευτές, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι, ο αποπληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ μπορεί να δικαιολογήσει ισχυρή παρέμβαση της ΕΚΤ, αλλά και πως τα χαμηλά επιτόκια δεν ωφέλησαν ισότιμα τους πάντες.
Το σχετικό ψήφισμα ολοκλήρωσε τη συζήτηση της Δευτέρας με την πρόεδρο της ΕΚΤ και εγκρίθηκε με 533 ψήφους υπέρ, 94 κατά και 63 αποχές.
Πάντως, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στις αρχές της εβδομάδας, οι ευρωβουλευτές διαφώνησαν ως προς το πόσο θα πρέπει να προχωρήσει η ΕΚΤ στην υιοθέτηση νέων πολιτικών για τη στήριξη των οικονομιών της ΕΕ.
Αν και όλοι οι ομιλητές επέστησαν την προσοχή στην απόσυρση της στήριξης της ΕΚΤ πολύ νωρίς και πρόωρα μετά την εκ νέου εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες όσον αφορά τον ρόλο της ΕΚΤ και τη δυνατότητα ακύρωσης μέρους του χρέους των κρατών μελών.
Το ψήφισμα των Ευρωβουλευτών
Απο κει και πέρα, οι ευρωβουλευτές με το σχετικό ψήφισμα εκφράζουν την ανησυχία τους για την επικείμενη οικονομική ύφεση, η οποία θα χρειαστεί ανάληψη δράσης από την ΕΚΤ, καθώς και τη λήψη μεταρρυθμιστικών και δημοσιονομικών μέτρων από τα κράτη μέλη.
Από την πλευρά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσον άλλα μέτρα πολιτικής θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την τόνωση της οικονομίας, εντός των ορίων της εντολής της. Ο αποπληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ μπορεί επίσης να δικαιολογήσει μια «ισχυρή παρέμβαση της ΕΚΤ», προσθέτουν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Προειδοποιούν επίσης για τον αυξανόμενο συστημικό κίνδυνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος προκαλείται από την χαλάρωση της νομισματικής χρηματοδότηση λόγω της πανδημίας, και δηλώνουν ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθεί επείγουσα επαναξιολόγηση του.
Τα χαμηλά επιτόκια που εφαρμόζονται επί του παρόντος για τη διευκόλυνση της δανειοδότησης και των επενδύσεων ωφέλησαν κατά κύριο λόγο τους πλούσιους και συχνά χρησίμευσαν μόνο για την εμφάνιση «εταιρειών-ζόμπι», προσθέτουν οι ευρωβουλευτές. Για τον λόγο αυτό, καλούν την ΕΚΤ να αξιολογήσει τον περιφερειακό και τομεακό αντίκτυπο των πολιτικών της, καθώς και τη σκοπιά της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών.
Οι ευρωβουλευτές δηλώνουν ότι η επικείμενη «αναθεώρηση της στρατηγικής» της ΕΚΤ πρέπει να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις αλλαγές στην οικονομία της ΕΕ, η οποία βασίζεται πλέον περισσότερο στις υπηρεσίες και καθίσταται ολοένα και περισσότερο ψηφιοποιημένη.
Ζητούν επίσης μια ευρύτερη μέθοδο για τη μέτρηση του πληθωρισμού, δεδομένου ότι η υφιστάμενη δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη το κόστος στέγασης, με αποτέλεσμα υποεκτιμήσεις του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ.
Τι άλλο πρέπει να γίνει
Πιο αναλυτικά, στο ψήφισμα του ΕΚ τονίζεται μεταξύ άλλων ότι, η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν επαρκεί για την επίτευξη βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης, και πως απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και πρωτοβουλίες που να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή για την αποκατάσταση και την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης σε ολόκληρη την Ένωση.
Παράλληλα, η νομισματική πολιτική δεν αρκεί από μόνη της για να διευκολύνει την ανάκαμψη. Για αυτό, καλείται η ΕΚΤ να εξετάσει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει άλλα μέτρα πολιτικής τα οποία έχουν τη δυνατότητα να τονώσουν την οικονομία, εντός των ορίων της εντολής της· τονίζει τις δευτερογενείς επιπτώσεις μιας υπερβολικά διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής, όπως είναι ο αντίκτυπος στους αποταμιευτές ή ο κίνδυνος πληθωρισμού των τιμών των περιουσιακών στοιχείων·
Επίσης, οι ευρωβουλευτές στο ψήφισμα επισημαίνουν, ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να θεωρούν δεδομένες τις συνθήκες χαμηλών επιτοκίων καθώς η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να έχει δυσμενή αντίκτυπο στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Προειδοποιούν, ωστόσο, για τον κίνδυνο υπερβολικά υψηλών αποτιμήσεων στις αγορές ομολόγων, ο οποίος θα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί όταν τα επιτόκια αρχίσουν να αυξάνονται και πάλι, ιδίως για τις χώρες που συμμετέχουν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ή τις χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους.