Η οικονομία της Τουρκίας ήταν από τις ελάχιστες εξαιρέσεις, μεταξύ των οικονομιών των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, που κατέγραψε θετικό, ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης το 2020 (1,8%). Παράλληλα, σημείωσε τη δεύτερη ισχυρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της ομάδας G20, υστερώντας μόνο έναντι της Κίνας.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης από την πλευρά των αρχών επικεντρώθηκε, εκτός από τη δημοσιονομική στήριξη, στη χαλαρή νομισματική πολιτική και την πιστωτική επέκταση. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (Turkey Economic Monitor, April 2021), η δημοσιονομική στήριξη ήταν ανάλογη κρατών όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και ο Καναδάς, καθώς ανήλθε περίπου στο 12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων των αναβολών πληρωμών φορολογικών και λοιπών υποχρεώσεων.
Παράλληλα, η αύξηση των πιστώσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις συνέβαλε καθοριστικά στην οικονομική επίδοση της Τουρκίας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η αύξηση των πιστώσεων των εμπορικών τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν της τάξης του 29%, κατά μέσο όρο, το 2020. Οι πιστώσεις προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 26% και προς τα νοικοκυριά κατά 35%, με τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια να αυξάνονται κατά 28% και 41%, αντίστοιχα, κατά μέσο όρο.
Εξίσου καλές ήταν οι επιδόσεις που κατέγραψε και στο πρώτο μισό του τρέχοντος έτους, αφού το θετικό αποτέλεσμα βάσης (base effect), η άνοδος των εξαγωγών και η διατήρηση της ισχυρής πιστωτικής επέκτασης οδήγησαν σε διψήφια αύξηση του ΑΕΠ, στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 (21,7%), έναντι ανόδου κατά 7,2%, το πρώτο τρίμηνο. Από τον Μάιο και μετά, η επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος οδήγησε στη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και, επομένως, στην ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.
Επιπλέον, οι εξαγωγές ενισχύθηκαν από την ισχυρή άνοδο της εξωτερικής ζήτησης -κυρίως από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης- και την υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ (World Economic Outlook, October 2021), το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 9,0% το 2021. Ωστόσο, η πρόσφατη επιδείνωση ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών, όπως ο πληθωρισμός, αλλά και οι αυξανόμενες αβεβαιότητες που προκύπτουν, λόγω των πολιτικών και γεωπολιτικών εντάσεων, θέτουν υπό αμφισβήτηση την επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.
Αντισυμβατική νομισματική πολιτική και στο μεταπανδημικό τοπίο
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η τουρκική λίρα έχει διολισθήσει κατά 28,7% έναντι του ευρώ και κατά 38,7% έναντι του δολαρίου, από την αρχή του έτους . Η αντισυμβατική νομισματική πολιτική που ακολουθείται, δηλαδή η μείωση του βασικού επιτοκίου έναντι της αυξησης του, όταν ο πληθωρισμός υπερβαίνει κατά πολύ τον στόχο του 5% και, παράλληλα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας είναι υψηλός, εγείρει έντονες ανησυχίες στους συμμετέχοντες στις αγορές, προκαλώντας απώλεια εμπιστοσύνης προς το νόμισμα της χώρας. Η υποτίμηση της λίρας τροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες εντείνονται από την άνοδο των τιμών της ενέργειας, παγκοσμίως.
Παρά ταύτα, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας (TCMB) προέβη στις 21 Οκτωβρίου σε μείωση του βασικού επιτοκίου (1 week repo) κατά 200 μονάδες βάσης, στο 16%. Πρόκειται για τη δεύτερη μείωση εντός του 2021, γεγονός που αιφνιδίασε τους συμμετέχοντες στις αγορές, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και η υποτιμημένη λίρα δεν προϊδέαζαν για μία τέτοια εξέλιξη. Η μείωση του βασικού επιτοκίου είναι συνέχεια της απομάκρυνσης, στις 20 Μαρτίου του 2021, του διοικητή της TCMB, σε διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών από την τοποθέτησή του, μία ημέρα μετά την απόφαση αύξησης κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες του βασικού επιτοκίου της TCMB στο 19%.
Στο μεταπανδημικό τοπίο, η νομισματική πολιτική διατηρεί το προπανδημικό της πρότυπο, δηλαδή της μείωσης του βασικού επιτοκίου, η οποία συμπαρασύρει προς τα κάτω τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών και μέσω της πιστωτικής επέκτασης επιτυγχάνεται αύξηση των επενδύσεων και οικονομική μεγέθυνση.
Σύμφωνα, όμως, με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, τον Οκτώβριο του 2021, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 19,9% σε ετήσια βάση, ενώ ο δομικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 16,8%, γεγονός που αποδεικνύει την πληθωριστική επίδραση των τιμών της ενέργειας. Επιπλέον, ο Δείκτης Τιμών Παραγωγού αυξήθηκε κατά 46,3%, η οποία είναι η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 2002. Όσον αφορά στο διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 17,6%, κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020.
Από τις επιμέρους κατηγορίες, αξίζει να σημειωθεί η αύξηση κατά 21,8% στην κατηγορία διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 26% του Γενικού Δείκτη. Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις, μεταξύ άλλων, καθιστούν την οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας εύθραυστη, αφού μειώνουν σημαντικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, υπονομεύοντας την εγχώρια ζήτηση. Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα, καθώς, για την αγορά της ίδιας μονάδας προϊόντος, υποχρεώνονται να δαπανήσουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε σύγκριση με τα μεσαία και τα ανώτερα εισοδήματα.
Συνεπώς, η άνοδος του πληθωρισμού αναμένεται να επιτείνει μία χρόνια διαρθρωτική αδυναμία της τουρκικής οικονομίας, δηλαδή το μεγάλο χάσμα μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδηματικών κλιμακίων. Παρά την επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης την περασμένη δεκαετία (2010-2019: 5,9%, κατά μέσο όρο), ο Δείκτης Εισοδηματικής Ανισότητας (Gini coefficient) αυξήθηκε από τις 38,8 μονάδες το 2010 στις 41,9 μονάδες το 2019, γεγονός που αντανακλά διεύρυνση της ανισότητας.
Επιπλέον, σε όρους δολαρίου, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο αυξανόταν σταθερά μέχρι το 2013, υποχώρησε αισθητά, τα τελευταία έτη, βυθίζοντας στη φτώχεια, την τελευταία διετία, πάνω από 3 εκατ. πολίτες, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας (Economist, “As the lira tanks, so does the stock of Turkey’s president”, October, 2021).
Στις 18 Νοεμβρίου, θα πραγματοποιηθεί η επόμενη συνεδρίαση της TCMB, με την πλειονότητα των συμμετεχόντων στις αγορές να έχει προεξοφλήσει περαιτέρω μείωση του βασικού επιτοκίου. Σε περίπτωση επαλήθευσης των εκτιμήσεων, η λίρα αναμένεται να αντιμετωπίσει νέες πιέσεις και ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή να παραμείνει στα τρέχοντα ή και σε υψηλότερα επίπεδα.
Οι προσπάθειες ανάσχεσης της πτώσης της λίρας μέσω παρεμβάσεων της TCMB (πωλήσεις ευρώ και δολαρίων) δεν έχουν κατορθώσει να σταθεροποιήσουν το νόμισμα της χώρας, δεδομένων και των πεπερασμένων συναλλαγματικών διαθεσίμων.
Ενδεχομένως, μία ενδεδειγμένη πολιτική προκειμένου να μετριαστούν οι πληθωριστικές πιέσεις θα ήταν η αλλαγή της τρέχουσας νομισματικής πολιτικής, δηλαδή η αύξηση του βασικού επιτοκίου. Παρά το γεγονός ότι η οικονομική προσέγγιση του προέδρου της Τουρκίας αποδυναμώνει επί του παρόντος το συγκεκριμένο σενάριο, η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, ως απόρροια της διατήρησης του γενικού επιπέδου των τιμών σε τόσο υψηλά επίπεδα, δεν αποκλείεται να υποχρεώσει τη μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής.