Έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, και ενώ η υγειονομική κρίση δείχνει τα πρώτα σημάδια υποχώρησης, έχει ξεκινήσει για τα καλά η συζήτηση σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για την επόμενη μέρα και τους όρους επαναφοράς των οικονομιών στην περιβόητη “κανονικότητα”.

Προς το παρόν πάντως οι ενδείξεις είναι θετικές, καθώς, με βάση και τα επίσημα στοιχεία της Κομισιόν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρείται μια ταχύτερη – σε σχέση με την πρώτη φάση της πανδημίας – προσαρμογή των εθνικών οικονομιών στο σοκ της υγειονομικής κρίσης.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Στην περίπτωση της χώρας μας, η σταδιακή επαναφορά της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας σε ρυθμούς κανονικότητας αποτυπώθηκε, τους προηγούμενους μήνες, σε σημαντικούς δείκτες που αντανακλούν την οικονομική συγκυρία, όπως οι πωλήσεις οχημάτων, οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα. Ειδικά τα διαθέσιμα, έως τώρα, δεδομένα οικονομικών δεικτών για την περίοδο Απριλίου-Μαΐου δείχνουν μια έντονα θετική αντίδραση της οικονομικής δραστηριότητας στην άρση των περιοριστικών μέτρων λόγω πανδημίας, προμηνύοντας ισχυρή ανάκαμψη του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο του 2021.

Βελτίωση της υγειονομικής εικόνας

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), η σταδιακή βελτίωση της υγειονομικής εικόνας – μετά την κορύφωση του σφοδρότατου 3 ου κύματος του Covid-19 στα μέσα Απριλίου – και η σημαντική επιτάχυνση των εμβολιασμών τον Μάιο δίνουν περαιτέρω ώθηση στην εμπιστοσύνη.

Έτσι, ο μηνιαίος δείκτης της ΕΤΕ για την εκτίμηση του ΑΕΠ – που συνδυάζει πληροφορίες από δείκτες υψηλής συχνότητας και οικονομικής συγκυρίας με δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία – υποδηλώνει ετήσια αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας 9,7% τον Απρίλιο.

Από τη μεριά της και η Alpha Bank σε δική της ανάλυση επισημαίνει ότι, η εγχώρια οικονομία αναμένεται να εισέλθει σε πορεία ήπιας ανάκαμψης, από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, λόγω, κυρίως, δύο παραγόντων: Πρώτον, της ενίσχυσης των καταναλωτικών δαπανών, μέσω της ανάλωσης ενός μέρους της συσσωρευμένης αποταμίευσης του τελευταίου έτους, εξέλιξη που θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία, αφού η ιδιωτική κατανάλωση αντιπροσωπεύει περίπου το 70% του ΑΕΠ.

Δεύτερον, λόγω της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της βελτίωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και των επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, οι οποίοι, ως πρόδρομοι δείκτες, ουσιαστικά προεξοφλούν την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας στο άμεσο μέλλον.

Σε τροχιά ανάκαμψης

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει στην ανάλυσή της η ΕΤΕ, η έντονη ανάκαμψη του ΑΕΠ τον Απρίλιο-Μάιο αντανακλά – εκτός από την προφανώς χαμηλή βάση σύγκρισης σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο – την ταυτόχρονη και σημαντική βελτίωση ενός μεγάλου αριθμού δεικτών υψηλής συχνότητας. Μεταξύ αυτών:

Οι καθαρές ροές προσλήψεων μισθωτών αυξήθηκαν σε 82 χιλιάδες τους 4 πρώτους μήνες του 2021 (σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ) –σε σχέση με μείωση 27 χιλιάδων την αντίστοιχη περίοδο του 2020– με προσλήψεις κυρίως στους τομείς παροχής υπηρεσιών εστίασης, διαμονής και υγείας. Το ίδιο χρονικό διάστημα, τα έκτακτα προγράμματα στήριξης της αγοράς εργασίας που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας αρχίζουν σταδιακά να αποσύρονται.

Η εν λόγω απόσυρση ωθεί στην ενεργή αναζήτηση εργασίας και την ταχεία κάλυψη των νέων θέσεων που δημιουργούνται. Εντούτοις, το γεγονός αυτό είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση, προσωρινά, της εικόνας των στοιχείων της έρευνας εργατικού δυναμικού όσον αφορά το ποσοστό ανεργίας τους επόμενους μήνες, καθώς αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων που δεν αναζητούσε εργασία κατά το 2020 επανέρχεται στην αγορά που ανοίγει σταδιακά.

Νέα μείωση στις τιμές παραγωγού της Βιομηχανίας

Αντέχει η βιομηχανία

Από την άλλη, ο βιομηχανικός τομέας παρέμεινε ανθεκτικός, με τον ελληνικό Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στην μεταποίηση να ανέρχεται σε υψηλό 14 μηνών – 54,4 τον Απρίλιο, σε σύγκριση με 50,4 το 1ο τρίμηνο του 2021 και 46,6 κατά μέσο όρο το 2020 – αποτυπώνοντας την ισχυρότερη βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών στον κλάδο από τον Φεβρουάριο του 2020, καθώς αυξήθηκαν η τρέχουσα παραγωγή και οι νέες παραγγελίες, ειδικά, από την εγχώρια αγορά.

Επίσης, πρώιμα σημάδια αύξησης της τουριστικής δραστηριότητας έγιναν εμφανή τον Απρίλιο –πριν ακόμη το επίσημο άνοιγμα του τομέα στις 15 Μαΐου– σε μια περίοδο που οι αρμόδιες αρχές σε βασικές, για την Ελλάδα, τουριστικές αγορές, συνέχισαν να συστήνουν την αποφυγή ταξιδιών στο εξωτερικό.

Αναλυτικότερα, οι διεθνείς πτήσεις στο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών και στα βασικά περιφερειακά αεροδρόμια αυξήθηκαν σε σχεδόν 200 χιλιάδες τον Απρίλιο του 2021 από 12 χιλιάδες τον Απρίλιο του 2020 (όταν απαγορεύονταν οι διεθνείς μετακινήσεις), προφανώς, όμως, παραμένουν δραστικά χαμηλότερες από τα 1,2 εκατομμύρια τον Απρίλιο του 2019.

Ο αρχικός προγραμματισμός πτήσεων από τις κυριότερες αεροπορικές εταιρίες, η επανεκκίνηση της κρουαζιέρας, αλλά και ο υφιστάμενος σχεδιασμός των μεγάλων διεθνών τουριστικών πρακτορείων, προοιωνίζονται 3ψηφια αύξηση της εισερχόμενης τουριστικής κίνησης στην Ελλάδα το 3ο τρίμηνο, αν και οι τρέχουσες κρατήσεις παραμένουν ακόμα σε χαμηλά επίπεδα ένα δεκαήμερο μετά το άνοιγμα του τουρισμού.

Η επικαιροποίηση του δείκτη της ΕΤΕ βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων υποδηλώνει μείωση του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2021 μικρότερη του 7,5% ετησίως (αρχική εκτίμηση ΕΤΕ: -9,5% ετησίως – Μάρτιος 2021) κατόπιν ετήσιας μείωσης 7,9% το 4ο τρίμηνο του 2020. Το ΑΕΠ του 1ου τριμήνου εκτιμάται τώρα ότι θα αυξηθεί – για 3ο συνεχόμενο τρίμηνο – με ρυθμό 1,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση.

Η συνδυαστική επίδραση της ανοδικά αναθεωρημένης νέας εκτίμησης για το 1ο τρίμηνο και της διαφαινόμενης τάσης για αύξηση του ΑΕΠ με διψήφιο περίπου ρυθμό το 2ο τρίμηνο του 2021 αυξάνει την πιθανότητα η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ να υπερβεί το 4,7% που προβλέπει το βασικό μας σενάριο για το σύνολο του 2021.

Πώς θα κινηθεί η ιδιωτική κατανάλωση

 Στη δική της ανάλυση η Alpha Bank εστιάζεται στην εξέλιξη της καταναλωτικής δαπάνης. Κατ’ αρχάς, η σταδιακή άρση των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και η βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης οδηγούν σε μια -προς το παρόν- ήπια άνοδο της ζήτησης για αγαθά.

Αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται και στην αγορά εργασίας, με την άνοδο του ισοζυγίου των ροών απασχόλησης αλλά και την ανάκαμψη των επιχειρηματικών προσδοκιών για την απασχόληση. Από κει και πέρα, καθώς η οικονομία προχωρά σταδιακά στο άνοιγμα των επιμέρους κλάδων και την ανάκληση των περιοριστικών μέτρων, η ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται να ενισχυθεί, από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Μια τέτοια εξέλιξη εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών, η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ήπια, κατά 2,6%, σε σταθερές τιμές, που εκτιμάται ότι θα προέλθει από τη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, την κατανάλωση μέρους των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και τις ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών βαραίνει σημαντικά η δυσμενής κληρονομιά της υπερδεκαετούς κρίσης. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που θεωρείται χρηματοοικονομικά ευάλωτο , δηλαδή χαρακτηρίζεται από χαμηλή δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε μια αιφνίδια οικονομική διαταραχή, έχει αυξηθεί σε 50%, το 2018, από 27%, το 2009 και είναι σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (31,9%).

Ως εκ τούτου, θεωρείται αναγκαίο η άρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που στοχεύουν στα ευάλωτα νοικοκυριά να είναι σταδιακή, ώστε να αποτραπεί ένα ενδεχόμενο κύμα αθέτησης οικονομικών υποχρεώσεων και να μετριαστεί τυχόν αρνητική επίπτωση στο εισόδημα και, ως εκ τούτου, στην κατανάλωση και την οικονομική ανάκαμψη.

Το δημοσιονομικό βάρος

 Το ζήτημα τώρα είναι ότι η ελληνική οικονομία, όπως φυσικά και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, μπαίνουν σε τροχιά ανάκαμψης, αλλά επιβαρυμένες δημοσιονομικά, λόγω των εκτεταμένων μέτρων στήριξης. Η επίδραση των σχετικών κυβερνητικών αποφάσεων καταγράφηκε σε δυο επίπεδα.

Στο μακροοικονομικό, η ύφεση που καταγράφηκε περιορίσθηκε σε μονοψήφια ποσοστά5 (E.E.: -6,2%, Ευρωζώνη: -6,6% Ελλάδα: -8,2%), ενώ το ποσοστό της ανεργίας συγκρατήθηκε σε επίπεδα (E.E.: 7.3%, Ευρωζώνη: 8,1%, Ελλάδα: 15,8% ) που δεν προκάλεσαν σημαντικές κοινωνικές εντάσεις και άμεση φτωχοποίηση των πιο ευάλωτων στρωμάτων του πληθυσμού.

Από την άλλη, σύμφωνα και με σχετική μελέτη του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, οι δαπάνες για την κάλυψη των συνεχώς διογκούμενων αναγκών επέφεραν, όπως ήταν αναμενόμενο,

την αύξηση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Στην Ευρωζώνη το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να ανέλθει στο 8,8% του ΑΕΠ για το 2020, στο 6,4% το 2021 και στο 4,7% του ΑΕΠ  το 2022. Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ, από 85,9% το 2019, το 2020 θα διαμορφωθεί στο 101,7% του ΑΕΠ και θα ανέλθει σε 102,3% και 102,6% του ΑΕΠ για το 2021 και 2022 αντίστοιχα, επίπεδα που αποτελούν ιστορικά υψηλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενιαίο σύνολο χωρών- μελών.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός, ότι στο τελευταίοEurogroup τονίστηκε η ανάγκη  έναρξης των συζητήσεων, το 2ο εξάμηνο του έτους, για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο θα πρέπει να συντονίζεται καλύτερα με τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία, να επιτυγχάνει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, να προσφέρει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στην αντιμετώπιση κρίσεων, να προστατεύει και να ενθαρρύνει τις δημόσιες επενδύσεις και, τέλος, να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του.

Βασικός στόχος, η αναγκαία, μελλοντικά, δημοσιονομική ισορροπία θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της ανάκαμψης και της ανάπτυξης των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Καθημερινή ενημέρωση για τις τιμές των σούπερ μάρκετ στον e - Καταναλωτής

Καλύτερες προϋποθέσεις

Αναμφίβολα, η παράταση της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας (Σ.Σ.) δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και την επανεκκίνηση των οικονομιών. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο ΕΝΑ, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών πέραν της στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων και της ενδυνάμωσης των συστημάτων υγείας και του κράτους πρόνοιας εν γένει πρέπει να επικεντρωθούν στο σκέλος της ανάπτυξης, κυρίως μέσω της βέλτιστης και πολλαπλασιαστικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων και της συμπληρωματικότητας τους με εθνικούς πόρους και ιδιωτικά κεφάλαια.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της πλειοψηφίας των αναλυτών η ΕΚΤ θα συνεχίσει την παρέμβαση της για μεγάλο χρονικό διάστημα, επομένως οι πιθανότητες εκδήλωσης μιας νέας κρίσης χρέους για το επόμενο διάστημα είναι περιορισμένες. Παρ’ όλ’ αυτά η αποσαφήνιση του μελλοντικού δημοσιονομικού πλαισίου είναι απαραίτητη προκειμένου οι κυβερνήσεις αφενός να γνωρίζουν τα περιθώρια παρεμβάσεων τους για το τρέχον έτος και το 2022 και αφετέρου να προετοιμάζουν κατάλληλα τις πολιτικές τους για το άμεσο και μεσομακροπρόθεσμο μέλλον.

 Έρχονται “ανατροπές” στο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωζώνης

 Στο σημείο αυτόμπαίνει ένα κρίσιμο ερώτημα, εκείνο των δημοσιονομικών κανόνων που θα διέπουν τις πολιτικές των χωρών μελών από το 2022 και μετά και τη συσχέτιση τους με την επανεκκίνηση των οικονομιών, τη μείωση των επιπτώσεων της πανδημίας, την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων (πχ. κλιματική αλλαγή και ψηφιακή μετάβαση) και την επίτευξη των επιμέρους στόχων που θέτει το ισχύον Σ.Σ.

Πρακτικά, υπό τις παρούσες συνθήκες και τα μελλοντικά δεδομένα είναι εφικτό για χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα να πετύχουν τη μείωση κατά 1/20 του χρέους προκειμένου να «βαδίσουν το μονοπάτι» μέχρι την επίτευξη του 60% δημόσιο χρέος/ΑΕΠ που επιβάλουν οι σημερινοί κανόνες;

Είναι εφικτό για τις προαναφερόμενες χώρες να επιτυγχάνουν για διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4%-5% / ΑΕΠ προκειμένου να ικανοποιούν τους στόχους του ΣΣ και ταυτόχρονα να επιτυγχάνουν την οικονομική ανάκαμψη και τον μετασχηματισμό των οικονομιών τους;

Χρειάζεται απλοποίηση

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο ΕΝΑ, η  εμπειρία της άσκησης πολιτικών λιτότητας απέδειξε ότι μέσω των περιοριστικών μέτρων δεν επιτυγχάνονται ούτε ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης ούτε ουσιαστική μείωση του χρέους.

Και όπως έχει επισημάνει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ θα πρέπει να απλοποιηθούν καθώς μετά την πανδημία οι περισσότερες χώρες θα έχουν δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ πάνω από το 60% και αρκετές πολύ πάνω από 100%. Η διατήρηση των υφιστάμενων δημοσιονομικών κανόνων θα απαιτούσε είτε μια δραστική δημοσιονομική προσαρμογή είτε την παροχή εκ μέρους της Επιτροπής αυθαίρετων και συνεχιζόμενων παρεκκλίσεων που θα υπονόμευαν το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.

Επιπλέον, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στο ρόλο του στο πλαίσιο της πανδημίας καθώς καμία χώρα δεν προσέφυγε στο προληπτικό εργαλείο ύψους 240 δισεκ. ευρώ που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 2020, κυρίως λόγο της αρνητικής εικόνας που είχε διαμορφωθεί σε ορισμένα κράτη-μέλη εξαιτίας της συμμετοχής του ΕΜΣ στα προγράμματα διάσωσης την περίοδο της κρίσης χρέους.

Για αρκετούς πλέον αναλυτές και πολιτικούς το ζήτημα των δημοσιονομικών ανισορροπιών χρήζει μιας ξεχωριστής αντιμετώπισης. Βασικό επιχείρημα τους αποτελεί ο κίνδυνος εκδήλωσης μιας νέας κρίσης χρέους, αντίστοιχης  εκείνης που ταλάνισε την Ευρώπη την προηγούμενη δεκαετία, εξ ου και η θέση τους περί εμπροσθοβαρών (pro-active) προσεγγίσεων και εύρεσης λύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο έθεσε στο τραπέζι την ιδέα της αναθεώρησης των κανόνων της

δημοσιονομικής πολιτικής και της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης.

Η πρόταση της αναθεώρησης

Η πρόταση  στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: Α) την δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού δημοσιονομικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση έκτακτων εξωγενών απειλών, όπως η πρόσφατη πανδημική «περιπέτεια»,Β) την απλοποίηση και τη βελτιστοποίηση των κανόνων του δημοσιονομικού πλαισίου και Γ) την διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των δαπανών του προϋπολογισμού που προορίζονται για αναπτυξιακούς σκοπούς (επενδύσεις, απασχόληση, κλιματική αλλαγή κ.ά.)

Πιο αναλυτικά για τον πρώτο πυλώνα του μόνιμου δημοσιονομικού μηχανισμού, προτείνουν τη σημαντική και μόνιμη αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και τη χρηματοδότηση του με ίδιους πόρους, την προτεραιοποίηση των επενδυτικών στόχων της ΕΕ, την ύπαρξη απλών και ξεκάθαρων κανόνων για την κατανομή των πόρων προς τις χώρες-μέλη και την παροχή διαβεβαίωσης της ικανοποιητικής εφαρμογής των δεσμεύσεων από ανεξάρτητο όργανο.

Στο θέμα της αλλαγής του Σ.Σ. προκρίνεται η διαφοροποίηση των στόχων ανά χώρα, τη διαφοροποίηση των κανόνων για τις δαπάνες, προτεραιοποιώντας εκείνες που συμβάλουν στην αναπτυξιακή δυναμική και τη διαμόρφωση ενός «κανόνα διαφυγής» όταν οι συνθήκες το επιβάλουν κατόπιν σχετικής σύστασης από ανεξάρτητο παρατηρητή.

Ο τρίτος πυλώνας, των επενδυτικών δαπανών θα αφορά στην αναπτυξιακή ατζέντα και θα συγχρονίζεται με τους νέους κοινούς κανόνες για τις συγκεκριμένες δαπάνες του πυλώνα Β.