Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ τα κακά νέα, τις κρίσεις και τη δυσλειτουργία, που είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι το 2022 ήταν μια απροσδόκητα καλή χρονιά για τη δημοκρατία, τις καινοτόμες κυβερνητικές πράξεις, ακόμη και την κοινωνική ειρήνη.

Μπορούμε να περιμένουμε κι άλλα καλά νέα το 2023; Ναι, αλλά θα χρειαστεί πολλή δημιουργική δουλειά, γιατί η Ουάσινγκτον θα θυμίζει όλο και περισσότερο πεδίο μάχης και οι παγκόσμιες δυνάμεις που πολεμούν τα δημοκρατικά επιτεύγματα θα επιχειρήσουν να ανακτήσουν το έδαφος που έχουν χάσει.

Το να δεχόμαστε ότι τα πράγματα έχουν βελτιωθεί δεν είναι ποτέ της μόδας. Τα καλά νέα δεν αποσπούν πολλά «κλικ» και κουβαλούν έναν αέρα αυταρέσκειας. Είναι πιο ασφαλές να λέει κανείς ότι τα πράγματα είναι χάλια επειδή υπάρχουν πολλές ανισότητες και πολύς ανθρώπινος πόνος. Επιπλέον, από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε την Προεδρία, πάσχουμε από έναν εθισμό στην προοπτική των ερειπίων.

Οι υποστηρικτές των δημοκρατικών κυβερνήσεων και κοινωνιών, όμως, δεν θα μπορέσουν ποτέ να διορθώσουν τα δεινά του κόσμου χωρίς πίστη στις δυνατότητες της δημοκρατίας. Πράγματι, η αποτυχία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το θάρρος του ουκρανικού λαού και η ενότητα των δημοκρατιών του πλανήτη δείχνουν ότι η δημοκρατική δυστοκία των τελευταίων ετών αρχίζει να υποχωρεί.

Η σχετική επιτυχία των δημοκρατιών στη διαχείριση της πανδημίας έρχεται σε αντίθεση με την αποτυχία της Κίνας. Αυτό, μαζί με την αποτυχία του Προέδρου Πούτιν, διαψεύδει τον μύθο ότι οι αυταρχικές κυβερνήσεις είναι πιο αποτελεσματικές στην επίλυση των προβλημάτων.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η διετία που έληξε υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική. Οι επενδύσεις στις υποδομές, την καθαρή ενέργεια και την τεχνολογία έδειξαν ότι η αμερικανική κυβέρνηση έχει την ικανότητα να σκέπτεται μακροπρόθεσμα, όχι απλώς να απαντά στις πολιτικές πιέσεις και τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα. Επιπλέον, όσοι έλεγαν ότι η έμφαση της προεκλογικής εκστρατείας των Δημοκρατικών στη δημοκρατία θα ήταν λάθος διαψεύστηκαν. Το «κόκκινο κύμα» που ονειρεύονταν οι Ρεπουμπλικανοί δεν ήρθε για πολλούς λόγους (έπαιξε ρόλο το ζήτημα των αμβλώσεων, αλλά και οι επιτυχίες του Προέδρου και του Κογκρέσου). Μέτρησε όμως και η δημοκρατία. Οι υποψήφιοι των Ρεπουμπλικανών που απορρίφθηκαν από τους ψηφοφόρους ήταν και οι πιο ακραίοι.

Παρ’όλα αυτά, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν τον έλεγχο της Βουλής και αυτό θα καταστήσει δυσκολότερη τη διακυβέρνηση της χώρας την επόμενη διετία. Η νέα πλειοψηφία, που τοποθετείται σαφώς στα δεξιά του ιδεολογικού φάσματος, δεν ενδιαφέρεται για σχέδια νόμου που θα υποβάλουν οι Δημοκρατικοί. Η ελπίδα των Ρεπουμπλικανών είναι να καταστήσουν δυσλειτουργική την Ουάσινγκτον υπό έναν Δημοκρατικό Πρόεδρο.

Ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί δεν έχουν όμως άλλη επιλογή από το προσπαθήσουν να κυβερνήσουν. Κι αυτό σημαίνει να προτείνουν ένα ρεαλιστικό νομοθετικό πρόγραμμα σε τομείς όπως η υγεία, η στέγαση ή η φροντίδα των παιδιών, που θα αναγκάσει τους Ρεπουμπλικανούς είτε να το δεχθούν είτε να αντιπροτείνουν μια σοβαρή εναλλακτική λύση. Στην καλύτερη περίπτωση, τα πράγματα θα προχωρήσουν. Στη χειρότερη, θα αποδειχθεί ότι οι Ρεπουμπλικανοί εμποδίζουν τη διακυβέρνηση της χώρας.

Οι τελευταίοι θα πρέπει να επιλέξουν: Τραμπισμός ή δημοκρατία; Και οι δημοκρατικές χώρες του πλανήτη πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι οι πρόοδοι του 2022 μπορεί να ανατραπούν.

(*) O Ε.J. Dionne Jr. Είναι καθηγητής στο Georgetown University και αρθρογράφος της Washington Post

(Πηγή: Washington Post)

.