Το ενδεχόμενο αναβάθμισης του ελληνικού χρηματιστηρίου από τις αναδυόμενες στις ανεπτυγμένες αγορές έρχεται να επισφραγίσει μια πορεία που χτίστηκε με υπομονή, μεταρρυθμίσεις και μια δόση επιμονής απέναντι στη δυσπιστία των αγορών. Δώδεκα χρόνια μετά την υποβάθμιση, το Χρηματιστήριο Αθηνών βρίσκεται ξανά σε κομβικό σημείο. Απόψε, μετά το κλείσιμο της Wall Street, ο FTSE Russell θα ανακοινώσει την απόφασή του —μια απόφαση που μπορεί να αλλάξει το επενδυτικό τοπίο της χώρας.

Η επικρατούσα αίσθηση στις αγορές είναι θετική. Οι περισσότεροι αναλυτές βλέπουν ότι αυτή τη φορά η Ελλάδα πληροί σχεδόν όλα τα προαπαιτούμενα για την επιστροφή της στην κατηγορία των ανεπτυγμένων. Η οικονομία έχει αποκτήσει σταθερότητα, το δημόσιο χρέος είναι πλέον διαχειρίσιμο και η αξιοπιστία της χώρας έχει αποκατασταθεί μέσα από συνεχόμενες αναβαθμίσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Όλοι οι μεγάλοι οίκοι —Fitch, S&P, Moody’s και DBRS— έχουν αποδώσει επενδυτική βαθμίδα, στοιχείο που λειτουργεί ως προϋπόθεση για την αναβάθμιση και του Χρηματιστηρίου.

Παράλληλα, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς έχουν βελτιωθεί αισθητά. Η ρευστότητα έχει αυξηθεί, η συναλλακτική δραστηριότητα σχεδόν τριπλασιάστηκε την τελευταία πενταετία, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση έχει αγγίξει τα 140 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσια σε σχέση με το 2021. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ένα χρηματιστήριο πιο ώριμο, με βάθος και μεγαλύτερη συμμετοχή θεσμικών επενδυτών.

Ο χρονισμός της πιθανής αναβάθμισης είναι επίσης κρίσιμος. Η Ελλάδα αποτελεί την τελευταία αγορά της ευρωζώνης που παραμένει στην κατηγορία των αναδυόμενων, γεγονός που λειτουργεί περισσότερο ως αναχρονισμός παρά ως ρεαλιστική αποτύπωση της κατάστασης. Επιπλέον, η προοπτική ένταξης του ΧΑ στο δίκτυο της Euronext —όπου όλες οι υπόλοιπες αγορές θεωρούνται ανεπτυγμένες— ενισχύει το επιχείρημα ότι η Αθήνα βρίσκεται προ των πυλών μιας αλλαγής καθεστώτος.

Οι προσδοκίες δεν είναι μόνο θεσμικές. Οι ξένοι επενδυτές έχουν ήδη αρχίσει να τοποθετούνται σε ελληνικές μετοχές, κυρίως τραπεζικές, προεξοφλώντας θετική έκβαση. Το ελληνικό χρηματιστήριο έχει αποδώσει εντυπωσιακά: κέρδη 129% από το 2022 έως σήμερα, κάτι που αντανακλά την επιστροφή της εμπιστοσύνης αλλά και τη βελτίωση των εταιρικών αποτελεσμάτων.

Παρόλα αυτά, η αναβάθμιση δεν είναι απαλλαγμένη από προκλήσεις. Οι αναλυτές διαφωνούν για το ισοζύγιο κεφαλαίων που θα προκύψει. Τα funds που επενδύουν αποκλειστικά σε αναδυόμενες αγορές ενδέχεται να αποσύρουν θέσεις, προκαλώντας βραχυπρόθεσμες εκροές. Από την άλλη πλευρά, τα μεγάλα θεσμικά κεφάλαια που δραστηριοποιούνται στις ανεπτυγμένες αγορές —συνήθως πολλαπλάσιου μεγέθους— θα αποκτήσουν πρόσβαση σε ελληνικούς τίτλους. Η εμπειρία από άλλες χώρες δείχνει ότι, σε βάθος χρόνου, οι εισροές τείνουν να υπερκαλύπτουν τις αρχικές απώλειες.

Τα οφέλη από μια τέτοια μετάβαση δεν περιορίζονται στο κεφαλαιακό επίπεδο. Η αναβάθμιση λειτουργεί ως ψήφος εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία, μειώνει την αντίληψη κινδύνου και ενισχύει τη σταθερότητα σε περιόδους γεωπολιτικής ή πολιτικής έντασης. Επιπλέον, βελτιώνει την εικόνα της χώρας απέναντι στις αγορές και τις πολυεθνικές εταιρείες που εξετάζουν επενδύσεις σε τομείς πέραν του χρηματοπιστωτικού.

Δεν λείπουν όμως και οι φωνές που ζητούν ψυχραιμία. Η μετάβαση σε μια ανεπτυγμένη αγορά σημαίνει και αυξημένο ανταγωνισμό για το ΧΑ, καθώς θα βρίσκεται δίπλα σε κολοσσούς όπως το Λονδίνο, το Παρίσι και η Φρανκφούρτη. Η πρόκληση θα είναι να διατηρηθεί η δυναμική που έχει χτιστεί, χωρίς να χαθεί η ευελιξία που συχνά χαρακτηρίζει τις μικρότερες αγορές.

Είτε η απόφαση του FTSE Russell είναι θετική είτε όχι, η ίδια η διαδικασία δείχνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται πια σε άλλο στάδιο. Από χώρα υπό επιτήρηση, μετατρέπεται σε χώρα υπό επένδυση. Το ζητούμενο από εδώ και πέρα δεν είναι απλώς η τυπική αναβάθμιση, αλλά η ουσιαστική εδραίωση ενός ώριμου χρηματιστηρίου που θα μπορεί να αντέχει τις διακυμάνσεις, να προσελκύει σοβαρό κεφάλαιο και να αντικατοπτρίζει μια οικονομία που έχει μάθει —με τον δύσκολο τρόπο— τι σημαίνει αξιοπιστία.

Διαβάστε ακόμη: