Μπορεί η υγειονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού να άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στην ελληνική οικονομία, αλλά η ανάκαμψη είναι εντυπωσιακή και μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την αναγέννησή της. Τόσο τα εφόδια όσο και οι συνθήκες για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί η ευκαιρία.
Ελληνική Οικονομία – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Αυτό είναι και το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΟΕΕ), με τις θέσεις του για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2022, το οποίο αναγνωρίζει ότι η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι κατάφερε πολύ γρήγορα να περιορίσει στο ελάχιστο τις επιπτώσεις της πανδημίας. Ειδικότερα, η ανάπτυξη στη χώρα μας προβλέπεται να φθάσει στο 4,5% του ΑΕΠ το 2022, σε συνέχεια των προβλέψεων για περίπου 7% του ΑΕΠ τη φετινή χρονιά, υπερκαλύπτοντας ταχύτερα του αναμενομένου την ύφεση 9% του ΑΕΠ το 2020.
Αυτές οι επιδόσεις είναι άκρως ενθαρρυντικές, ενώ οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια αναμένουν ιδιαίτερα ικανοποιητικές επιδόσεις. Εκτιμήσεις που στηρίζονται κυρίως στη ραγδαία αύξηση των επενδύσεων, με υψηλή πολλαπλασιαστική επίδραση.
Οι έγκαιρες παρεμβάσεις της κυβέρνησης, έχουν αποδεχθεί καταλυτικές για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και αναμένονται να συνεχιστούν και το 2022. Αναμφίβολα, όμως, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.
Σύμφωνα με το ΟΕΕ, η ελληνική οικονομία πρέπει να ξεπεράσει πολλά εμπόδια, αν θέλει να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, που είναι και το ζητούμενο για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος της προηγούμενης δεκαετίας. Για να επιτευχθεί αυτό, θα χρειαστεί ένας συνδυασμός μεταρρυθμίσεων και πολιτικής βούλησης. Γιατί, οι προκλήσεις της επόμενης μέρας είναι πολλές και ήδη ορατές.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού που έχει χτυπήσει την παγκόσμια οικονομία και μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξη. Εξίσου σημαντική είναι η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων (ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης) αλλά και η παροχή ρευστότητας στα νοικοκυριά και τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις.
Όμως, καθοριστικό παράγοντα για τη χώρα μας θα διαδραματίσουν οι εξελίξεις που σχετίζονται με την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η διατήρηση της «χαλαρής» δημοσιονομικής πολιτικής. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως επισημαίνει το ΟΕΕ, ότι η χώρα μας ακόμα ταλαιπωρείται από πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και έχει δημοσιονομικούς περιορισμούς που φθάνουν μέχρι το 2060.
Η οικονομική ανάπτυξη μετά την πανδημία
Ένα μεγάλο στοίχημα λοιπόν είναι πως η ελληνική οικονομία θα περάσει, από τη φάση της δυναμικής ανάκαμψης, στην περίοδο της βιώσιμης ανάπτυξης. Με βάση την έκθεση του ΟΕΕ, κεντρικός πυλώνας πάνω στον οποίο εδράζεται το οικοδόμημα του προϋπολογισμού του 2022 είναι η πρόβλεψη για ανάπτυξη 4,5% την επόμενη χρονιά. Αν αυτό συνδυαστεί με την υπολογιζόμενη αύξηση κατά 6,9% για το ΑΕΠ το 2021, το σωρευτικό τους αποτέλεσμα υπερκαλύπτει και υπερτερεί της πανδημικής ύφεσης του 9% του 2019.
Κινητήριοι μοχλοί αυτών των αναμενόμενα θετικών εξελίξεων στο μέτωπο της ανάπτυξης αποτελούν, η τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (αύξηση 3% σε ετήσια βάση), η σημαντική ώθηση των επενδύσεων κατά 21,9% και η άνοδος του τομέα εξαγωγών υπηρεσιών κατά 21%, εξέλιξη που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ευρεία ανάκαμψη του εξωτερικού τουρισμού. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να στηριχτεί στη χρήση συσσωρευμένων ιδιωτικών αποταμιεύσεων, στην αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6% και στην αύξηση του ονομαστικού μισθού κατά 1,1%.
Από την άλλη πλευρά, οι θετικές εξελίξεις στον τομέα των επενδύσεων εδράζονται στην αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από την κατανομή του οποίου το 88% θα κατευθυνθεί προς τις επενδύσεις εκ των οποίων το 41,6% σε δημόσιες που αναμένεται να έχουν υψηλά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Ένας πρόσθετος επιβοηθητικός παράγοντας που συνηγορεί στην επίτευξη ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης για το 2022 είναι η ωρίμανση μιας σειράς μέτρων που ελήφθησαν στο πρόσφατο παρελθόν και σκοπεύουν είτε στην εισοδηματική ενίσχυση των νοικοκυριών είτε στη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος. Ανάμεσα σε αυτά, η μείωση του συντελεστή φόρου για τα νομικά πρόσωπα από 24% σε 22%, η θέσπιση κινήτρων για χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών, η παροχή κινήτρων για συνεργασίες και συγχωνεύσεις εταιριών κ.ά.
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν
Πιθανοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη αναγνωρίζονται η παράταση της πανδημίας και η επίπτωση που αυτή μπορεί να έχει στον τουρισμό, η πιθανή συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων και τυχόν αλλαγή της νομισματικής πολιτικής, αλλά και τυχόν απρόβλεπτες καθυστερήσεις στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ειδικά, τυχόν παράταση της πανδημίας θα επηρεάσει αρνητικά τον τουρισμό, αλλά και την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη με αρνητικές συνέπειες τόσο στην απασχόληση όσο και στο ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το ΟΕΕ, ίσως ο πιο κρίσιμος παράγοντας από τον οποίο εξαρτάται τόσο η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης όσο και η ομαλή υλοποίηση του προϋπολογισμού είναι η επιστροφή κατά το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους σε συνθήκες κανονικότητας από υγειονομικής άποψης και η πλήρης ομαλοποίηση της λειτουργίας της αγοράς. Η παραδοχή αυτή είναι κοινή στην κατάρτιση των προϋπολογισμών των περισσοτέρων χωρών της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, η έξαρση του τέταρτου κύματος της πανδημίας τον Οκτώβριο του 2021 και οι συνεχείς μεταλλάξεις του Covid-19 δείχνουν ότι ο παράγοντας αυτός αβεβαιότητας παραμένει υπαρκτός και ασυμπίεστος. Ο ρόλος του παραμένει ουσιώδης τόσο στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και στην πλήρη ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου. Οι παράγοντες αυτοί έχουν κρίσιμο χαρακτήρα για τα δημόσια έσοδα ενώ από την πλευρά των δαπανών οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία μπορεί να χρειαστεί να είναι αυξημένες για μια ακόμη χρονιά.
Ο κίνδυνος από τις πληθωριστικές πιέσεις
Άλλη μεγάλη πρόκληση για την οικονομία είναι αυτή της ανόδου της τιμής της ενέργειας και ειδικά της ηλεκτρικής και του φυσικού αερίου, που έχει οδηγήσει σε αλυσιδωτές ανατιμήσεις σε μια σειρά αγαθών και υπηρεσιών, “φουσκώνοντας” τον πληθωρισμό. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός Νοεμβρίου παρουσίασε αύξηση 4,8% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2020, οπότε και είχε παρουσιάσει μείωση 2,1% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Σε σύγκριση με τον Οκτώβριο 2021, ο πληθωρισμός παρουσίασε αύξηση 0,5%.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, η τρέχουσα ανοδική πορεία του πληθωρισμού στην Ελλάδα, μια εξέλιξη κοινή για τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των τιμών εισαγόμενων αγαθών, κυρίως στον τομέα της ενέργειας. Οι δείκτες τιμών της στέγασης (περιλαμβάνει και την κατανάλωση νερού, ηλεκτρικού, αερίου και άλλων καυσίμων), των μεταφορών και της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, σημείωσαν τις υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις, με ρυθμούς της τάξης του 18,1%, 5,8% και 4,0% αντίστοιχα. Σε σύγκριση με τον Νοέμβριο 2019, ο δείκτης τιμών της στέγασης παρουσίασε τη μεγαλύτερη άνοδο με 12,7% και ακολούθησε αυτός της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών με 5,6%.
«Αγκάθι» για τον πληθωρισμό
Από την πλευρά του το ΟΕΕ εκτιμά ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το 2020 τα νοικοκυριά δαπάνησαν το μεγαλύτερο ποσοστό της καταναλωτικής τους δαπάνης για στέγαση, ύδρευση, ηλεκτρικό ρεύμα και καύσιμα. Το ποσοστό αυτό με βάση τις νέες εξελίξεις, ενδέχεται να αυξηθεί σημαντικά και θα επηρεάσει την πορεία των εσόδων (από μία άποψη θετικά καθώς στα καύσιμα οι φόροι είναι υψηλοί και από την άλλη αρνητικά καθώς θα περιοριστεί η κατανάλωση), αλλά και των δαπανών γιατί το δημόσιο θα αναγκαστεί να στηρίξει αυτές τις ανελαστικές δαπάνες των νοικοκυριών και το 2022.
Η ανοδική πορεία των τιμών της ενέργειας, συνεπώς, μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στην εκτέλεση του νέου προϋπολογισμού, τόσο στην πλευρά των εσόδων, όσο και των δαπανών, ιδιαίτερα αν οι τιμές παραμείνουν υψηλές για ένα μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο ιδιαίτερα βραχύ διάστημα.
Πρόσθετα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας δεν είναι ένα αποκομμένο φαινόμενο, αλλά η αιχμή του δόρατος σε σχεδόν γενικευμένες αυξήσεις στις τιμές των εμπορευμάτων. Αν η εξέλιξη αυτή δε συνοδευτεί από ταχεία αποκλιμάκωση το 2022, συνδυαζόμενη με την υπάρχουσα επεκτατική νομισματική πολιτική και το καθεστώς χαμηλών επιτοκίων, μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων σε παγκόσμιο αλλά και σε εθνικό επίπεδο.
Το ζήτημα της διαχείρισης του δημοσίου χρέους
Εξίσου σημαντικό στοίχημα είναι η δημοσιονομική διαχείριση, σε συνάρτηση με τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης της οικονομίας, και την αναπόφευκτη αύξηση του δημοσίου χρέους. Η επιστροφή στην ανάπτυξη, με την επίτευξη υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, το οποίο θα πρέπει να συνεχιστεί, με τη συνέχιση στοχευμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων προκειμένου να αντιμετωπιστούν οποιεσδήποτε προκλήσεις θα προκύψουν και οι οποίες θα στηρίξουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Η αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης κρίνεται απαραίτητη, με στόχο να δίνεται η δυνατότητα στα κράτη να ασκούν εν μέρει μια αυτόνομη δημοσιονομική πολιτική αλλά και η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, δηλαδή η διασφάλιση της απρόσκοπτης εξυπηρέτησής του, αφού σύντομα θα φανούν οι επιπτώσεις της αύξησης του δανεισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Από κει και πέρα, η αναμενόμενη μεταβολή του χρέους είναι ανοδική σε απόλυτο ποσό, αλλά η πορεία του εκτιμάται ότι θα είναι πτωτική ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2022 σε σχέση με το 2021, αλλά και τα προηγούμενα έτη.
Η αύξηση του ελληνικού χρέους από το 2020 και μετά (τόσο σε ποσό όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ) σε σχέση με τα τελευταία τρία έτη προ του 2020, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε επιτευχθεί μείωσή του, θα μπορούσε να θεωρηθεί απειλή για τη βιωσιμότητά του και κατ’ επέκταση για την ευμάρεια της χώρας. Είναι όμως έτσι; Απάντηση δίνει το ΟΕΕ στην έκθεση του για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2022.
Βλέπουν υποχώρηση στο χρέος
Σύμφωνα με τα στελέχη που παρατίθενται, τόσο σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού για το έτος 2022, όσο και με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF, 2021a), αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission, 2021) το χρέος της χώρας ως ποσοστού του ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει για τα επόμενα έτη. Μάλιστα, έως το 2026 θα έχει υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω του 2019, δηλαδή προ της πανδημίας. Παρακολουθώντας την πορεία του χρέους της χώρας με αυτό άλλων (συγκρίσιμων) χωρών, όπως της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας, αλλά και του Βελγίου και της Γαλλίας παρατηρούμε ότι ο ρυθμός πτώσης είναι από τους μεγαλύτερους μαζί με αυτόν της Πορτογαλίας.
Επιπλέον, έως το 2031 αναμένεται να συγκλίνει με αυτό της Ιταλίας και να προσεγγίσει αυτό της Ισπανίας. Επισημαίνεται, δε, ότι –σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ισπανία δεν αναμένεται έως το 2031 να επιστρέψουν στα επίπεδα χρέους προς ΑΕΠ που είχαν προ της πανδημίας. Τέλος, η Ελλάδα απολαμβάνει τη δυνατότητα δανεισμού μέσω ομολογιακών εκδόσεων με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος δανεισμού που κινείται για κάποιες λήξεις σε αρνητικά επίπεδα και σε κάθε περίπτωση δεν ξεπερνά 1,2%. Αυτό επιτρέπει τον περιορισμό του ύψους του χρέους από την καταβολή τόκων.
Οι προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα
Και φυσικά, υπάρχουν και τα ζητήματα που εξακολουθούν να απασχολούν τις ελληνικές τράπεζες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, καταρχήν η υποχώρηση των ΜΕΔ συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2021 ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να διαμορφωθεί σε 20,3% (έναντι 30,1% στο τέλος του 2020) και το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 29,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 37,8% ή 17,8 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020 (47,2 δισ. ευρώ).
Ωστόσο, παρά τη μείωση του ποσοστού ΜΕΔ, το 40% περίπου των ΜΕΔ και το 9% των εξυπηρετούμενων δανείων τελούν υπό κάποιο καθεστώς ρύθμισης, γεγονός που τα καθιστά υψηλού πιστωτικού κινδύνου. Παράλληλα, στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου κατατάσσονται περίπου το 13% και 20% αντίστοιχα των δανείων, ενώ με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ τελούν υπό κάποιο είδος προστασίας / διευκόλυνσης πληρωμών (π.χ. πρόγραμμα Γέφυρα, προγράμματα step-up των τραπεζών).
Επιπλέον, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς τον Ιούνιο του 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 62% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το Δεκέμβριο του 2020). Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 71,5% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 62,8% το Δεκέμβριο του 2020).
Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορο-λογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,9 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους. Σημειώνεται ότι αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 4,5 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η διαμόρφωση επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μακροπρόσθεσμο ορίζοντα.