Πριν ακόμη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η Federal Reserve (FED) έκανε το πρώτο βήμα για μία πιο περιοριστική νομισματική πολιτική ή, όπως πολλοί πιστεύουν, για μία “εξομάλυνση” της νομισματικής πολιτικής. Την Τετάρτη η αμερικανική κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε ότι ήδη από τον Νοέμβριο θα μειώσει την παρέμβασή της στη δευτερογενή αγορά ομολόγων. Ενώ μέχρι σήμερα η FED διέθετε κάθε μήνα 120 δισεκατομμύρια δολάρια για την αγορά ομολόγων, μέσα στον μήνα το ποσό αυτό θα μειωθεί κατά 15 δις, ενώ αντίστοιχη μείωση θα ακολουθήσει και τον Δεκέμβριο.

Αμετάβλητα (ακόμη) τα επιτόκια

Η παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας είχε ως στόχο να αυξήσει την κυκλοφορία του χρήματος, διατηρώντας σε χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια δανεισμού, ώστε να στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομίας σε εποχές κρίσης. Επί του παρόντος η FED δεν εξετάζει ενδεχόμενη μείωση επιτοκίων. “Πιστεύουμε ότι δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα για κάτι τέτοιο” δήλωσε ο επικεφαλής της Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ, το βράδυ της Τετάρτης, επισημαίνοντας ότι, παρά τις ενθαρρυντικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, υπάρχουν ακόμη περιθώρια για διορθωτικές παρεμβάσεις

Ο λόγος για τον οποίο η FED προηγείται των Ευρωπαίων και της ΕΚΤ στις αποφάσεις για σταδιακή αναθεώρηση της γενναιόδωρης νομισματικής πολιτικής είναι ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει με ταχύτερους ρυθμούς από την πανδημία, σε σύγκριση με την ευρωζώνη. Επιπλέον στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός κυμαίνεται σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα από την Ευρώπη. Τον Σεπτέμβριο είχε φτάσει το 5,4%, που ήταν το υψηλότερο ποσοστό από το 2008, ενώ στην ευρωζώνη η Eurοstat κατέγραφε κατά μέσο όρο 4,1%.

Fed: «Πράσινο φως» για την έναρξη του tapering

Μόνιμο ή προσωρινό πρόβλημα ο πληθωρισμός;

Τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ οι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούν ότι η σημαντική άνοδος του πληθωρισμού αποτελεί προσωρινό φαινόμενο, που εύλογα εξηγείται από την αναθέρμανση της οικονομίας. “Καθώς αφήνουμε πίσω μας την πανδημία, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες θα αποκατασταθούν και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας θα συνεχιστεί”, εκτιμά ο Τζερόμ Πάουελ. Μόλις συμβούν όλα αυτά θα αρχίσει να υποχωρεί ο πληθωρισμός. Ωστόσο, επισημαίνει ο επικεφαλής της FED, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε ακριβώς θα συμβεί αυτό.

Πάντως το πλαίσιο δράσης είναι δεδομένο για το επόμενο χρονικό διάστημα: Κάθε μήνα η FED θα μειώνει την “ένεση ρευστότητας” στην αγορά κατά 15 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν αυτό συνεχιστεί, η παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας θα έχει ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2022. Ωστόσο η FED επιφυλάσσεται να αλλάξει πορεία για μία ακόμη φορά, σε περίπτωση που αυτό επιβάλλουν οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας ή στο μέτωπο του πληθωρισμού.

Fed: Η ζωή είναι ωραία, χαλαρά...!

“Δεν χρειάζονται άλλα έκτακτα μέτρα”

Ο Τόμας Γκίτζελ, οικονομολόγος της τράπεζας VP Bank, εκτιμά ότι “δεν χρειάζονται πλέον άλλα έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, δεν υπάρχει καμία τέτοια αναγκαιότητα. Από τη μία πλευρά το αμερικανικό ΑΕΠ έχει ξεπεράσει τα επίπεδα προ κρίσης και οι στόχοι για την απασχόληση έχουν πλέον επιτευχθεί, από την άλλη πλευρά οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνονται”.

Η FED έχει ανακοινώσει προ πολλού ότι μόλις ολοκληρωθεί η παρέμβασή της στην αγορά ομολόγων θα τερματίσει την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων, αυξάνοντας το βασικό επιτόκιο από 0% σε 0,25%. Οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι αυτό θα συμβεί πράγματι στο δεύτερο εξάμηνο του 2022. Στις ΗΠΑ οι αγορές εορτάζουν από τώρα την “επιστροφή στην ομαλότητα”. Στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης οι βασικοί δείκτες (S & P 500, Dow Jones, Nasdaq) κατέγρψαν ήδη νέα ρεκόρ.

Από την πλευρά της η ΕΚΤ δεν φαίνεται να βιάζεται. Την Τετάρτη η επικεφαλής της Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι δεν περιμένει αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022. Πάντως “δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η FED επιστρέφει σε μία περιοριστική νομισματική πολιτική πιο νωρίς από την ΕΚΤ”, εκτιμά ο οικονομολόγος Φρίντριχ Χάινεμαν, συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών του Μάνχαιμ (ZEW). Κατά την άποψή του “η ανάκαμψη έχει προχωρήσει περισσότερο στις ΗΠΑ και επιπλέον η αμερικανική κυβέρνηση ακολουθεί μία πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους”.