Σε μουσειακό χώρο με δύο διαφορετικές θεματικές μετατρέπεται, σταδιακά, το Νέο Βουστάσιο, ένα από τα κεντρικά κτίρια του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου. Εκεί πρόκειται να φιλοξενηθούν οι μόνιμες εκθέσεις για την Αγροκτηνοτροφική Παραγωγή του κτήματος και τα Βασιλικά Αυτοκίνητα οι οποίες στοχεύουν στην ανάδειξη του αγροκτηνοτροφικού προτύπου επιχειρηματικότητας και την ανάδειξη της ιστορικής και τεχνολογικής αξίας των αυτοκινήτων της τέως βασιλικής οικογένειας.

Η Έκθεση της Αγροκτηνοτροφικής Παραγωγής χωροθετείται στη βόρεια και στην ανατολική πτέρυγα του κτηρίου, ενώ η Έκθεση των Βασιλικών Αυτοκινήτων στη δυτική πτέρυγα. Στην αγροκτηνοτροφική εκθεσιακή ενότητα θα εκτεθούν τεκμήρια της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής του κτήματος, με ξεχωριστά τμήματα για την έκθεση παραγωγής γαλακτοκομικών. Επίσης, θα διατηρηθεί και θα αναδειχτεί ο εξοπλισμός που βρέθηκε στο Βουστάσιο και σχετίζεται με την αγροτική παραγωγή λαδιού και κρασιού. Ο εκθεσιακός εξοπλισμός είναι λιτός, με καθαρή γεωμετρία και σαφή αισθητική διαφοροποίηση από το κέλυφος, τυπολογικά ομοιογενής και ομαδοποιημένος, ανάλογα με τη χρήση που καλείται να εξυπηρετήσει, ενώ η διάταξή του στο χώρο είναι ανεξάρτητη από τη γεωμετρία και τα δομικά στοιχεία του.

Στην ανεξάρτητη εκθεσιακή ενότητα των βασιλικών αυτοκινήτων, θα εκτεθούν οκτώ αυτοκίνητα: Ένα άσπρο Fiat 500™ (1958 – 59), δύο αυτοκίνητα μάρκας MG™ (1952), τέσσερα αυτοκίνητα κατασκευής Rolls-Royce™ (1938-39, 1959, 1964, 1965) και ένα ηλεκτροκίνητο Victor, από τα συνολικά 10 βασιλικά αυτοκίνητα που έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία. Στην ίδια ενότητα εκτίθενται τα διπλώματα οδήγησης του Παύλου και της Φρειδερίκης και φωτογραφικό υλικό. Στον όροφο, ως ανεξάρτητη ενότητα, χωροθετείται αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για εκδηλώσεις και διαδραστικά τμήματα της έκθεσης. Ο άμεσος περιβάλλων χώρος του κτηρίου παίρνει μορφή μικρού περιπάτου και αναψυχής περιμετρικά αυτού.

Η ανέγερση του Νέου Βουστασίου ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1950 και το κτήριο εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1952. Αντικατέστησε το παλιό Βουστάσιο για να καλύψει, εκείνη την περίοδο, τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αγροτικής παραγωγής του κτήματος. Το Νέο Βουστάσιο ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για την εποχή του, σε μια περίοδο που η διεύθυνση του κτήματος στηρίζονταν πολύ στην ανάπτυξη της γαλακτοκομίας, προκειμένου να αναπληρώσει μέρος της υστέρησης των εσόδων, λόγω της καταστροφής του δάσους το 1945. H συνολική επιφάνεια του κτηρίου είναι περίπου 1500 τ.μ. και αναπτύσσεται σε σχήμα Π, έχοντας μια κεντρική, διώροφη πτέρυγα με τετράρριχτη στέγη και δύο πλευρικές πτέρυγες, χαμηλότερου ύψους με δίρριχτες στέγες. Η κάτω στάθμη φιλοξενούσε περίπου 100 βοοειδή με τις ταΐστρες και τον λοιπό εξοπλισμό, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα. Η άνω στάθμη του μεσαίου σκέλους χρησιμοποιούνταν ως χώρος αποθήκευσης και παρασκευής των τροφών, που διοχετεύονταν με κατάλληλα κανάλια στην κάτω στάθμη.

«Το εγχείρημα της μετατροπής του Νέου Βουστασίου σε διθεματικό Μουσείο προσπαθεί να αναδείξει ότι, παρά τις εναλλαγές χρήσεων που λάμβαναν χώρα στο κτήμα, ανάλογα με την περίοδο της βασιλείας, οι αρχές που φαίνονταν να διέπουν τη χρήση του ήταν η προστασία του περιβάλλοντος και η κυκλική οικονομία» σημειώνει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και προσθέτει: «Η ολοκλήρωση των έργων από τις συναρμόδιες Διευθύνσεις του Υπουργείου Πολιτισμού αναμένεται να προσφέρει στους επισκέπτες μια πολυθεματική μουσειακή εμπειρία, πλαισιωμένη με ποικίλες δραστηριότητες, σε ένα αποκατεστημένο φυσικό περιβάλλον. Στόχος μας είναι η αποκατάσταση του κτηρίου μνημείου, οι εργασίες του οποίου είναι σε εξέλιξη, και η επανάχρησή του με τη δημιουργία ενός μουσειακού χώρου που να προσφέρει μια ολοκληρωμένη εμπειρία επίσκεψης, σε διαφορετικές κατηγορίες κοινού, αναδεικνύοντας τις διάφορες όψεις της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής αλλά και τα αυτοκίνητα – μνημεία που χρησιμοποιούνταν στην τελευταία φάση της βασιλείας στην Ελλάδα, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερη αισθητική, οικονομική και τεχνολογική αξία.»