Στον «κλοιό» της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας θα βρεθούν αυτή την εβδομάδα οι διοικήσεις των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, με αφορμή την δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων του 2024 και κυρίως την παρουσίαση των αναθεωρημένων business plans της επόμενης 3τίας.

Οι τέσσερις CEO των συστημικών τραπεζών της χώρας, ο Χ. Μεγάλου της Τράπεζας Πειραιώς, ο Φ. Καραβίας της Eurobank, ο Β. Ψάλτης της Alpha Bank και ο Π. Μυλωνάς της Εθνικής Τράπεζας, ετοιμάζονται πυρετωδώς για να δώσουν πειστικές απαντήσεις στα τρία κρίσιμα ερωτήματα που θα μονοπωλήσουν τις τηλεδιασκέψεις των αναλυτών τις επόμενες μέρες.

Πως δηλαδή θα παραμείνουν σε τροχιά σταθερής κερδοφορίας σε περιβάλλον πτωτικών επιτοκίων, πως θα διαμορφωθεί η μερισματική πολιτική της διετίας 2025 – 26 την ώρα που υπάρχει η δέσμευση για ταχύτερη αποπληρωμή του αναβαλλόμενου φόρου και φυσικά ποιο είναι το πλάνο αξιοποίησης των κεφαλαιακών μαξιλαριών που διαθέτουν, για την ενίσχυση της αποδοτικότητάς τους.

«Ασθμαίνουν» τα κέρδη του 2025

Έμπειρος τραπεζικός αναλυτής που ετοιμάζεται να παρακολουθήσει τις παρουσιάσεις και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών την ερχόμενη εβδομάδα επισημαίνει στην «Α» ότι το κυρίαρχο ερώτημα που θα απασχολήσει την επενδυτική κοινότητα έχει να κάνει με το πώς οι ελληνικές τράπεζες σκοπεύουν να ανταπεξέλθουν το 2025 στην μείωση των επιτοκιακών εσόδων από την «βουτιά» των επιτοκίων και κατ’ επέκταση θα διατηρήσουν υψηλούς δείκτες κερδοφορίας.

Όπως τονίζει ο ίδιος «η σταδιακή απώλεια του μποναμά των… ουρανοκατέβατων εσόδων, που έφερε η ευνοϊκή επιτοκιακή συγκυρία την προηγούμενη διετία, προκαλεί μεγάλη πίεση στις διοικήσεις των τραπεζών, καθώς οι μειώσεις επιτοκίων θα επιδράσουν αρνητικά στην κερδοφορία του 2025».

Πρόσθετο άγχος και πίεση στις διοικήσεις δημιουργούν οι υψηλές προσδοκίες της επενδυτικής κοινότητας αλλά και οι μέτοχοι που προσβλέπουν στη διατήρηση των υψηλών κερδών και της αποδοτικότητας.

Από την πλευρά τους οι διοικήσεις των τραπεζών διαβλέποντας ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2024 την νέα κατάσταση που διαμορφώνεται εργάζονται εντατικά προκειμένου να μπορέσουν να αντισταθμίσουν μέρος των απωλειών την εφετινή χρονιά αλλά και σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα προσαρμόζοντας το επιχειρηματικό τους μοντέλο.

Τα δύο μεγάλα στοιχήματα

Έτσι θα τονίζουν μετ’ επιτάσεως στους αναλυτές ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους εστιάζεται πλέον στην παραγωγή κερδών το 2025 έχοντας ως δεδομένο ότι η πορεία των επιτοκίων φέτος αποτελεί την ουσιαστικότερη παράμετρο. Ήδη τα τραπεζικά επιτελεί έχουν καταρτήσει τα business plans του 2025 με πρόβλεψη για επιτόκιο ΕΚΤ 1,75% – 2%, το οποίο μεταφράζεται σε χαμηλότερα επιτοκιακά έσοδα 300 – 400 εκατ. ευρώ για την καθεμία από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες.

Δηλαδή μείον 1,2 – 1,3 δισ. ευρώ στα έσοδα από τόκους, συν ό,τι επιπλέον χάσουν οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες από τις μικρότερες που έχουν δείξει ότι θα κινηθούν επιθετικά για να πάρουν μερίδια αγοράς. Για το 2025 η κερδοφορία των τραπεζών θα κριθεί επίσης από δύο μεγάλα στοιχήματα:

1) Τα νέα δάνεια που θα χορηγήσουν στην οικονομία οι τράπεζες. Εδώ το βάρος θα πέσει στην Στεγαστική πίστη που εξακολουθεί να βρίσκεται στο «ψυγείο». Το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», όπως και το «Αναβαθμίζω το σπίτι μου» στηρίζουν τις προσδοκίες των τραπεζών για αύξηση των στεγαστικών χορηγήσεων, ίσως και αντιστροφή της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης. Εκτός της στεγαστικής πίστης, ατμομηχανή της πιστωτικής επέκτασης παραμένουν τα επιχειρηματικά δάνεια. Και όχι μόνο αυτά που θα κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση των μεγάλων επενδυτικών έργων, αλλά και αυτά προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς εκεί «το πεδίο δράσης» είναι μεγάλο και οι ανάγκες επίσης. Ωστόσο, τα βήματα μεγέθυνσης και ψηφιακού εκσυγχρονισμού των μικρομεσαίων είναι πολύ αργά και παραμένει μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων χωρίς τα οικονομικά δεδομένα που θα μπορούσαν να στηρίξουν το αίτημα δανειοδότησης.

2) Τα κόστη των τραπεζών, όπου για μια ακόμη χρονιά θα συνεχιστεί η προσπάθεια περαιτέρω συγκράτησής τους. Πρόκειται για κόστη που αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο λόγω της ανάγκης για επενδύσεις στην τεχνολογία την ώρα που γενικά οι επενδύσεις στην τεχνολογία έχουν πολύ μικρό χρόνο απόσβεσης που ανεβάζει σημαντικά το κόστος.

Πού θα κριθεί η αναβάθμιση των μερισμάτων

Το δεύτερο ερώτημα που θα επικεντρωθούν οι αναλυτές είναι η μερισματική πολιτική της διετίας 2025 – 2026, καθώς ο στόχος που έθεσε μέσα στην εβδομάδα η Τράπεζα Κύπρου «ανακατεύει την τράπουλα», καθιστά τους στόχους που έχουν θέσει μέχρι σήμερα οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες συντηρητικούς και θέτει ευθέως ζήτημα αναβάθμισής τους.

«Υπέρβαση των στόχων αυτών, ως αποτέλεσμα υψηλής κερδοφορίας, θα εξέπληττε θετικά τους μετόχους και τις αγορές» τονίζουν από την πλευρά τους οι αναλυτές και αναδεικνύουν ως καθοριστικό παράγοντα τον αναβαλλόμενο φόρο και τις δεσμεύσεις των τραπεζών για την ταχύτερη αποπληρωμή του.

Η εξαγγελία της Τράπεζας Κύπρου ότι θα διανείμει φέτος το 50% των κερδών του 2024 και το 2026 μπορεί να φτάσει σε διανομή του 70% των κερδών της φετινής χρονιάς (με ελάχιστο το 50%) ανοίγει εκ νέου «το παιχνίδι» των μερισματικών αποδόσεων αφού οι μέχρι σήμερα ανακοινωθέντες στόχοι των ελληνικών τραπεζών μοιάζουν πλέον συντηρητικοί σε σχέση με τους στόχους που έθεσε η Τράπεζα Κύπρου.

Σύμφωνα με όσα είχαν ανακοινώσει οι διοικήσεις των τραπεζών στους αναλυτές κατά τις παρουσιάσεις των αποτελεσμάτων εννεαμήνου 2024 και τα οποία είναι και εις γνώσιν και του SSM:

• Η Πειραιώς που ανακοινώνει πρώτη από τις συστημικές τράπεζες αποτελέσματα, έχει ανεβάσει το ποσοστό διανομής στο 35% (από 25% αρχικά) των κερδών του 2024 και στοχεύει σε payoutratio 50% από τα κέρδη του 2025.
• Η Eurobank έχει κάνει λόγο για διανομή έως του 50% των κερδών του 2024 και 50% των κερδών του 2025.
• Η Alpha Bank στοχεύει σε διανομή μερίσματος 35% των κερδών του 2024 και μέχρι 50% των κερδών του 2025.
• Η Εθνική έχει στόχο για μέρισμα άνω του 40% και έως 50% από τα κέρδη του 2024 και 50% από τα κέρδη του 2025.

«Αναμφίβολα, επισημαίνει υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή, τυχόν υπέρβαση των στόχων αυτών, ως αποτέλεσμα υψηλής κερδοφορίας, θα εξέπληττε θετικά τους μετόχους και τις αγορές. Ωστόσο ο κατά πόσον θα υπάρξει αναβάθμιση των στόχων για την ανταμοιβή των μετόχων, είναι κάτι που θα κριθεί κυρίως από τον αναβαλλόμενο φόρο» καταλήγει ο ίδιος.

Σημειώνεται ότι οι τέσσερεις ελληνικές σημαντικές τράπεζες είχαν πει κατά τις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων 9μήνου 2024, ότι το 29% των μερισμάτων που θα διανέμουν, από το 2025 και μετά, θα συνυπολογίζεται ως επιπλέον ποσό προς απόσβεση του αποθέματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs). Έτσι, η ολική απόσβεση των DTCs αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 2034, αντί το 2041, χωρίς να υπάρχει επίπτωση στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεων ή στα ίδια κεφάλαια.

Επομένως, οι τραπεζίτες θα πρέπει να βρουν την «χρυσή» ισορροπία μεταξύ πληρωμής γαλαντόμων μερισμάτων και απόσβεσης DTCs, προκειμένου οι τράπεζες να είναι όσο καλύτερα κεφαλαιακά οχυρωμένες εν μέσω αναταραχών των τεκτονικών πλακών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό στερέωμα.

Πλεονάζοντα κεφάλαια και πιθανές εξαγορές

Πλήθος ερωτημάτων θα δεχθούν οι CEOS των συστημικών ομίλων και για το πλάνο αξιοποίησης των κεφαλαιακών μαξιλαριών που διαθέτουν, για την ενίσχυση της αποδοτικότητάς τους.

Αναμφίβολα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της επενδυτικής κοινότητας αυτήν την περίοδο βρίσκεται η πρόταση εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Πειραιώς, η διοίκηση της οποίας θα ερωτηθεί σχετικά, μιας και το deal έχει πολλές πτυχές για τις οποίες η αγορά προφανώς και θα ζητήσει τις απαντήσεις της.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος Χρήστος Μεγάλου θα τονίσει ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τράπεζας Πειραιώς και του CVC για την εξαγορά του 70% της Εθνικής Ασφαλιστικής εξελίσσονται χωρίς προβλήματα και θα οριοθετήσει την τελική συμφωνία περί τα τέλη Μαρτίου.

Με την ολοκλήρωση της Ενδεχόμενης Συναλλαγής, η Πειραιώς αναμένεται να διαφοροποιήσει και να ενισχύσει περαιτέρω τις πηγές εσόδων της, δημιουργώντας σημαντικά υψηλότερη αξία για τους μετόχους της.

Το θέμα θα τεθεί και στη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία διατηρεί ποσοστό 9,9% στην πρώην θυγατρική της, ενώ εμπλέκεται στην όλη υπόθεση λόγω της σύμβασης αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων της από το δίκτυό της, αλλά και του τιμήματος που δεν έχει ακόμη εισπράξει από το CVC. Παράλληλα έχοντας ουσιαστικά ολοκληρώσει τον ψηφιακό της μετασχηματισμό η Εθνική Τράπεζα αναζητά προσεκτικά πιθανούς στόχους για εξαγορά ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ. Ευρώπης.

Στις συχνές ερωτήσεις που δέχεται κατά καιρούς ο Διευθύνων Σύμβουλος Π. Μυλωνάς από τους διεθνείς αναλυτές, έχει αφήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά. Βασικό όπλα στα σχέδια της διοίκησης είναι ηπλεονάζουσα ρευστότητα που διαθέτει ύψους 9 δισ. ευρώ.

Ως προς τη Eurobank, στο προσκήνιο βρίσκεται η διαδικασία συγχώνευσης με την Ελληνική Τράπεζα Κύπρου, μετά την απόκτηση ποσοστού άνω του 90% στο κυπριακό πιστωτικό ίδρυμα.Τα αποτελέσματά του ενοποιούνται πλέον στον όμιλο και η διοίκησή του θα παρουσιάσει τις προοπτικές που διανοίγονται από εδώ και στο εξής.

Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα αναλυθεί περαιτέρω το σχέδιο της Eurobank να καταστεί πύλη εισόδου προς την Ευρώπη για πελάτες από τη Μέση Ανατολή, μετά το άνοιγμα γραφείων αντιπροσωπείας στην ευρύτερη περιοχή. Οι εξαγορές στην Κύπρο και τη Βουλγαρία έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητες της Eurobank στο εξωτερικό. Με βάση το ενεργητικό, η τράπεζα είναι η δεύτερημεγαλύτερη στην Κύπρο, με 26,4 δισ. ευρώ και στην τρίτη θέση στη Βουλγαρία, με10,7 δισ. ευρώ. Η στρατηγική της είναι σε όποια αγορά επενδύει να έχει κρίσιμομέγεθος.

Σε Κύπρο και Ρουμανία εστιάζεται προς το παρόν το στρατηγικό ενδιαφέρον της Alpha Bank όπου και στις δύο χώρες καταλαμβάνει την τρίτη θέση από άποψημεγέθους. Μάλιστα η θέση στη Ρουμανία και η συνεργασία με την UniCredit δίνουνστην ελληνική τράπεζα την ευκαιρία να συμμετέχει σε περαιτέρω κινήσεις μεεφαλτήριο την έντονα αναπτυσσόμενη αγορά των Βαλκανίων.

Ήδη πάντως η Alpha Bank προχώρησε στην εξαγορά του 100% της FlexFin η οποία είναι η πρώτη εταιρεία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech) στον χώρο τουfactoring στην Ελλάδα και την Κύπρο, με εξειδίκευση στην παροχή ρευστότητας σεμικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αξιοποιώντας την πρωτοπόρο ψηφιακή της πλατφόρμα.

Εξέχουσα σημασία αποκτά το γεγονός ότι η εξαγορά της Flexfin συνιστά την πρώτη από μία σειρά στρατηγικών κινήσεων της Alpha Bank,προκειμένου να διευρύνει το αποτύπωμά της στην αγορά, αλλά και να επεκτείνειτις εργασίες της σε νέα πεδία.

Διαβάστε ακόμη: