Οι τραπεζίτες θα λάβουν και πάλι bonus για τη χρήση του 2023, εάν και εφόσον οι τράπεζες συνεχίσουν να έχουν δείκτη «κόκκινων» δανείων χαμηλότερο του 10%.
Διότι ο νόμος για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει «παγώσει» κάθε πρόσθετη παροχή στα τραπεζικά στελέχη που απαρτίζουν τις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων για το 2022.
Την Τετάρτη ξεκίνησε στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής η συζήτηση για το σχέδιο νόμου που ουσιαστικά έχει δύο άξονες:
Την στρατηγική αποεπένδυσης του Ταμείου από τις τράπεζες και η οποία –σύμφωνα με προηγούμενο νόμο– μπορεί να γίνει και σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που αποκτήθηκαν οι μετοχές από το ΤΧΣ, αλλά και την τρέχουσα αξία της μετοχής, δηλαδή το Ταμείο να φύγει «γράφοντας» ζημιά για το Ελληνικό Δημόσιο. Και φυσικά για τα bonus των τραπεζικών στελεχών.
Νέο θεσμικό πλαίσιο
Ουσιαστικά με το νέο θεσμικό πλαίσιο οι τράπεζες αποδεσμεύονται από την επιτήρηση του ΤΧΣ, το οποίο από το 2010 ασκούσε έλεγχο και κρατούσε δέσμιες τις τράπεζες στη λήψη αποφάσεων, αφού θα έπρεπε να έχουν τη σύμφωνη γνώμη του.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, τα bonus παραμένουν «παγωμένα» μέχρι το τέλος του 2022 και για να δοθούν με μορφή stock options το 2023, θα πρέπει οι τράπεζες να έχουν δέικτη «κόκκινων» δανείων μικρότερο του 10% και να έχουν ολοκληρώσει τα σχεδια αναδιάρθρωσής τους.
Όμως στην πρώτη τοποθέτησή του –η συζήτηση συνεχίζεται στην Επιτροπή– ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας υπογράμμισε πως, αν υπάρξει άνοδος στα ποσοστά των καθυστερήσεων λόγω της γεωπολιτικής κρίσης, τότε δεν θα υπάρξουν bonus και το 2023.
Η ζωή του Ταμείου ολοκληρώνεται στο τέλος του 2025. Και μέσα σε αυτούς τους 42 μήνες που του απομένουν θα πρέπει να έχει διαθέσει το ποσοστό που κατέχει στις τράπεζες.
Όπως είναι γνωστό το μεγαλύτερο ποσοστό το έχει στην Attica Bank με τη συμμετοχή του στο 62,93% (η τράπεζα μέσα στο έτος θα προχωρήσει και σε νέα αύξηση κεφαλαίου για να περιοριστεί το ποσοστό του Ταμείου υπέρ του σχήματος ΤΜΕΔΕ – Ellington). Η συμμετοχή του Ταμείου στην Εθνική Τράπεζα διαμορφώνεται στο 40,39% και στην Πειραιώς στο 27%. Το ποσοστό του ΤΧΣ στην Αlpha Bank είναι στο 9% και μόλις στο 1,4% στην Eurobank.
Χάνει κάθε δικαίωμα veto
Με το νέο νόμο αλλάζει ο ρόλος του ΤΧΣ. Πιο σωστά, παραμένει για 42 μήνες ακόμα προκειμένου να «πουλήσει» τα ποσοστά που κατέχει στις τράπεζες και να κατεβάσει ρολά. Διότι χάνει κάθε δικαίωμα veto στις αποφασεις των τραπεζών. Το ΤΧΣ δημιουργήθηκε το 2010 κατ’ απαίτηση της τρόικας ως επιτηρητής των τραπεζών.
Όλα αυτά τα χρόνια κάθε απόφαση των τραπεζών που πήγαινε στο Δ.Σ., για να υλοποιηθεί, θα έπρεπε να έχει και έγκριση από το ΤΧΣ. Για παράδειγμα, το Ταμείο έπρεπε να δώσει το «πράσινο» φως για το ύψος των πακέτων στις εθελούσιες εξόδους, να δώσει έγκριση για χορηγήσεις ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ, φυσικά τις τιτλοποιήσεις και τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.
Και έγκριση από το Ταμείο έπρεπε να έχουν και τα μέλη των Δ.Σ. των τραπεζών. Βέβαια, όσο υφίσταται το Ταμείο θα υπάρχει και εκπρόσωπός του στα Δ.Σ. των τραπεζών, περισσότερο ως παρατηρητής καθώς ουσιαστικά veto στις αποφάσεις δεν υπάρχει πια.
Να σημειωθεί ότι η παράταση της λειτουργίας του ΤΧΣ έως το 2025 να κοστίσει στον Έλληνα φορολογούμενο περίπου 9 εκατ. ευρώ και συγκεκριμένα 2,4 εκατ. ευρώ για φέτος και από 2,2 εκατ. ευρώ ετησίως για τα προσεχή τρία χρόνια.
Η στρατηγική αποεπένδυσης
Σε ότι αφορά τη στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες (άρθρο 10), ο νόμος προβλέπει πως:
Το 9μελές Δ.Σ. του Ταμείου (καταργούνται συμβούλια και επιτροπές) με απόφασή του καθορίζει τον τρόπο και τη διαδικασία διάθεσης του συνόλου ή μέρος των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων πιστωτικού ιδρύματος που κατέχει το Ταμείο.
Η διάθεση μπορεί να γίνεται τμηματικά ή άπαξ, και σε συμμόρφωση με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Η διάθεση των μετοχών δεν δύναται να γίνει προς επιχείρηση, η οποία ανήκει άμεσα ή έμμεσα στο κράτος σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Η στρατηγική αποεπένδυσης τηρεί τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και διέπεται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, από τις ακόλουθες αρχές:
(α) την οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος,
(β) τις συνθήκες της αγοράς, τις μακροοικονομικές συνθήκες, και τις συνθήκες που διέπουν τον κλάδο των πιστωτικών ιδρυμάτων,
(γ) τις ευλόγως αναμενόμενες συνέπειες της στρατηγικής αποεπένδυσης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την αγορά και την ευρύτερη οικονομία της χώρας,
(δ) τον σεβασμό στην αρχή της διαφανούς δράσης,
(ε) την αναγκαιότητα κατάρτισης χρονοδιαγράμματος υλοποίησης της στρατηγικής αποεπένδυσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια του Ταμείου, (στ) την ανάγκη διάθεσης σε εύλογο και έγκαιρο χρονικό διάστημα,
(ζ) την ανάγκη επιστροφής του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα σε καθαρά ιδιωτική μετοχική σύνθεση.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου: Η στρατηγική αποεπένδυσης, λαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του υπουργείου Οικονομικών «το οποίο δύναται να ζητά προηγουμένως τη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος».
Στην περίπτωση πώλησης πακέτων μετοχών από το Ταμείο, ο υπουργός Οικονομικών λαμβάνει τις σχετικές εκθέσεις και αποτιμήσεις και έχει δικαίωμα βέτο, αν η προτεινόμενη τιμή διάθεσης βρίσκεται εκτός του εύρους των αποτιμήσεων αυτών. Η πώληση των μετοχών δεν επιτρέπεται σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που μπορεί να συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το Δημόσιο.
Το γεγονός ότι η τιμή διάθεσης των μετοχών που κατέχει το Ταμείο ενδέχεται ή προβλέπεται να υπολείπεται της τρέχουσας χρηματιστηριακής ή της πιο πρόσφατης τιμής κτήσης από το Ταμείο, δεν συνιστά ικανή συνθήκη για τη μετάθεση της υιοθέτησης ή υλοποίησης της στρατηγικής διάθεσης από το Ταμείο.