Με την κεφαλαιοποίηση του bitcoin να ξεπερνάει το 1 τρισ. δολάρια, το οικονομικό επιτελείο αναζητάει λύσεις για τον τρόπο που θα αντιμετωπίζει φορολογικά τα κρυπτονομίσματα, τα οποία προς το παρόν είναι αόρατα για την εφορία.

Σύμφωνα με πληροφορίες συστήνεται εντός του μήνα επιτροπή, η οποία καλείται να εντοπίσει τα προβλήματα και να προτείνει λύσεις στο οικονομικό επιτελείο.

Συγκεκριμένα, σήμερα δεν υπάρχει φορολογικό πλαίσιο για τη φορολόγηση της υπεραξίας που προκύπτει από την πώληση κρυπτονομισμάτων, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη χρήση των κερδών επισήμως από τους επενδυτές. Δηλαδή δεν μπορούν να αγοράσουν ακίνητα, αυτοκίνητα και οτιδήποτε μεγάλης αξίας που πληρώνεται μέσω καρτών ή τραπεζικού συστήματος.

Σύμφωνα με μεγάλα λογιστικά γραφεία θα μπορούσε να φορολογηθεί το κέρδος ή η υπεραξία που προκύπτει, με συντελεστή 15% (φόρος υπεραξίας).

Αυτή η ερμηνεία δεν εδράζεται πουθενά, ωστόσο συνιστάται προκειμένου ο κάτοχος των κρυπτονομισμάτων να μη βρεθεί κάποια στιγμή «ακάλυπτος» έναντι των φορολογικών αρχών.

Ενα μεγάλο θέμα που καλείται να αντιμετωπίσουν το οικονομικό επιτελείο και η ΑΑΔΕ είναι και ο έλεγχος. Και αυτό καθώς είναι άγνωστοι αυτοί που πωλούν κρυπτονομίσματα.

Προς το παρόν το ενδιαφέρον, μέχρι να μπουν κανόνες, εντοπίζεται στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος.

Η επιτροπή που θα συσταθεί καλείται, όπως αναφέρουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου, να προτείνει λύσεις που σχετίζονται με τη φορολόγηση των κρυπτονομισμάτων.

Σήμερα επιβάλλεται φόρος στην υπεραξία που προκύπτει από την πώληση:

α. Μετοχών σε εταιρεία μη εισηγμένη σε χρηματιστηριακή αγορά, μετοχών και άλλων κινητών αξιών εισηγμένων σε χρηματιστηριακή αγορά, εφόσον ο μεταβιβάζων συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό 0,5%.

β. Μεριδίων ή μερίδων σε προσωπικές εταιρείες.

γ. Κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων ή εταιρικών ομολόγων.

δ. Παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Στην ανωτέρω λίστα δεν περιλαμβάνονται τα κρυπτονομίσματα, γεγονός που δεν επιτρέπει την επιβολή φόρου από τις Αρχές και κατ’ επέκταση την αναγνώριση του εισοδήματος που προκύπτει.

Τι εξετάζεται

• Η απόδοση Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ) σε όσους πωλούν κρυπτονομίσματα. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν υπάρχει επισήμως η δυνατότητα πώλησης κρυπτονομισμάτων στην Ελλάδα καθώς δεν υπάρχει σχετικός ΚΑΔ. Ισως, αναφέρουν λογιστές, να καλύπτονται από άλλους ΚΑΔ. Αυτό πάντως που προκύπτει είναι ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει ελεγκτικό πεδίο.

• Η υποχρέωση δήλωσης των κρυπτονομισμάτων στη φορολογική δήλωση ή διαφορετικά των κερδών που αποκομίζουν από την πώλησή τους. Τα μεγάλα λογιστικά γραφεία, όπως προαναφέρθηκε, συνιστούν σε όσους έχουν κρυπτονομίσματα να τα δηλώσουν στο έντυπο Ε1 στους κωδικούς 742 και 781 που αφορούν την αξία της αγοράς και την αξία πώλησης του επενδυτικού προϊόντος, και εν συνεχεία την υπεραξία στον κωδικό 856 καταβάλλοντας φόρο 15%, προκειμένου να γλιτώσουν από αναδρομικές φορολογίες και πρόστιμα. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η ενέργεια δεν φαίνεται να είναι σωστή καθώς πρόσφατα η Διεύθυνση Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών απέρριψε προσφυγή φορολογουμένου μη αναγνωρίζοντας το κέρδος από την πώληση κρυπτονομισμάτων.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση που εξέδωσε η Διεύθυνση Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών δεν έκανε δεκτό το αίτημα να φορολογηθεί η υπεραξία που προέκυψε από την πώληση των κρυπτονομισμάτων ύψους 182.500 ευρώ, με συντελεστή 15%. Και αυτό καθώς τα κρυπτονομίσματα δεν περιλαμβάνονται στη σχετική λίστα του υπουργείου Οικονομικών για τη φορολόγηση της υπεραξίας, με συντελεστή 15%. Ωστόσο, το bitcoin, για παράδειγμα, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αποτελεί μέσο πληρωμής, κάτι που σημαίνει ότι η αγοραπωλησία του δεν υπόκειται στο πεδίο του ΦΠΑ σε επίπεδο προμηθειών.

Πάντως και η ΤτΕ έχει αναφέρει στο παρελθόν ότι δεν υπάρχει σαφής κανονισμός περί της φορολόγησής τους, ωστόσο προειδοποιεί ότι «πρέπει να γνωρίζετε ότι η κατοχή εικονικών νομισμάτων μπορεί να έχει φορολογικές συνέπειες, για παράδειγμα να υπόκειται σε φόρο προστιθέμενης αξίας ή φόρο υπεραξίας. Όταν χρησιμοποιείτε εικονικά νομίσματα πρέπει να εξετάζετε κατά πόσον ισχύουν στη χώρα σας φορολογικές υποχρεώσεις».

Διαβάστε ακόμη: