Το πρόβλημα με τις συνεχείς ανατιμήσεις σχεδόν σε όλη τη γκάμα προϊόντων του κλάδου των τροφίμων, αποτελεί το μεγαλύτερο αγκάθι σε κάθε προσπάθεια προστασίας των εισοδημάτων και δη των χαμηλότερων, τινάζοντας κυριολεκτικά στον αέρα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Μέχρι τώρα, ούτε τα “καλάθια” έλυσαν το πρόβλημα, αφού μετέθεσαν τη λύση του μόνο στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αφήνοντας εκτός κάδρου τα επώνυμα ελληνικών και ξένων βιομηχανιών, αλλά ούτε τα όποια πρόστιμα επιβλήθηκαν, απέτρεψαν τα φαινόμενα εκτεταμένης κερδοσκοπίας.
Η κυβέρνηση, για λόγους διατήρησης υψηλών δημοσίων εσόδων, αρνείται πεισματικά να συζητήσει μέτρα μείωσης του ΦΠΑ ειδικά στα τρόφιμα, πιθανά ως αντιστάθμισμα και με παράλληλη αύξηση του σε είδη πολυτελείας, διατηρώντας έτσι τον φαύλο κύκλο των συνεχών ανατιμήσεων, ακόμα ή πολύ περισσότερο στα είδη άμεσης ανάγκης, των οποίων φυσιολογικά η ζήτηση παραμένει υψηλή.
Είναι χαρακτηριστικό το στοιχείο ότι η ποσοστιαία δαπάνη σε τρόφιμα αυξάνεται όλο ένα και περισσότερο στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά σε σχέση με τα πιο εύπορα, καθώς τα είδη διατροφής αποτελούν βασική ανάγκη για την επιβίωση τους.
Τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, λόγω της πανδημίας όσο και του πολέμου στην Ουκρανία, παρατηρήθηκε διεθνώς αύξηση των τιμών σε πολλά προϊόντα.
Στην Ελλάδα, όμως, κατά πόσο το φαινόμενο των ανατιμήσεων και του υψηλού πληθωρισμού, οφείλεται μόνο σε εξωγενείς παράγοντες, ή τα φαινόμενα αισχροκέρδειας υπερτερούν και οδηγούν την κούρσα των τιμών;
Είναι σαφές ότι αφενός η αύξηση του κόστους παραγωγής των τροφίμων (ενεργειακό κόστος, αύξηση πρώτων υλών κλπ.) και αφετέρου τα ανέλεγκτα δίκτυα διανομής τους, όχι μόνο των εισαγόμενων ειδών διατροφής, αλλά και των εγχωρίων παραγόμενων, αποτελούν τις κυριότερες αιτίες του “πληθωρισμού της απληστίας”.
Δεδομένη μεν η ύπαρξη εξωγενών παραγόντων που οδηγεί σε αυξήσεις, αλλά αυτό το γεγονός δεν εξηγεί πλήρως την επικρατούσα κατάσταση. Άλλωστε, μετρήσιμα μεγέθη καταδεικνύουν ότι στην ελληνική αγορά βασιλεύει η αισχροκέρδεια.
Πως αλλιώς να εξηγηθεί ότι το ίδιο ελληνικό προϊόν, έχει μέχρι και διπλάσια τιμή στην Ελλάδα, από την τιμή που έχει σε μία ευρωπαϊκή χώρα, ενώ ένα εισαγόμενο προϊόν κοστίζει στην ελληνική αγορά από 20% – 100% (!) περισσότερο από ότι σε ένα ράφι ευρωπαϊκής πόλης.
Όσοι, λοιπόν, κινούνται στο χώρο της εφοδιαστικής αλυσίδας, είναι βέβαιο ότι αυξάνουν αδικαιολόγητα τις τιμές των προϊόντων τους, εκμεταλλευόμενοι αφενός τη ζήτηση, αλλά και το γεγονός ότι δύσκολα θα ελεγχθούν για τις αθέμιτες πρακτικές τους.
Θυμίζω, τέλος, ότι, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός τον Αύγουστο του 2023 ανήλθε στο 2,7% (ετήσια μεταβολή Αύγουστος 2022 – Αύγουστος 2023), ωστόσο στα είδη διατροφής το επίπεδο τιμών ενισχύθηκε με πολύ υψηλότερο ρυθμό (10,7% τον Αύγουστο του 2023).
Το πρόβλημα με τις συνεχείς ανατιμήσεις σχεδόν σε όλη τη γκάμα προϊόντων του κλάδου των τροφίμων, αποτελεί το μεγαλύτερο αγκάθι σε κάθε προσπάθεια προστασίας των εισοδημάτων και δη των χαμηλότερων, τινάζοντας κυριολεκτικά στον αέρα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Μέχρι τώρα, ούτε τα “καλάθια” έλυσαν το πρόβλημα, αφού μετέθεσαν τη λύση του μόνο στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αφήνοντας εκτός κάδρου τα επώνυμα ελληνικών και ξένων βιομηχανιών, αλλά ούτε τα όποια πρόστιμα επιβλήθηκαν, απέτρεψαν τα φαινόμενα εκτεταμένης κερδοσκοπίας.
Η κυβέρνηση, για λόγους διατήρησης υψηλών δημοσίων εσόδων, αρνείται πεισματικά να συζητήσει μέτρα μείωσης του ΦΠΑ ειδικά στα τρόφιμα, πιθανά ως αντιστάθμισμα και με παράλληλη αύξηση του σε είδη πολυτελείας, διατηρώντας έτσι τον φαύλο κύκλο των συνεχών ανατιμήσεων, ακόμα ή πολύ περισσότερο στα είδη άμεσης ανάγκης, των οποίων φυσιολογικά η ζήτηση παραμένει υψηλή.
Είναι χαρακτηριστικό το στοιχείο ότι η ποσοστιαία δαπάνη σε τρόφιμα αυξάνεται όλο ένα και περισσότερο στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά σε σχέση με τα πιο εύπορα, καθώς τα είδη διατροφής αποτελούν βασική ανάγκη για την επιβίωση τους.
Τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, λόγω της πανδημίας όσο και του πολέμου στην Ουκρανία, παρατηρήθηκε διεθνώς αύξηση των τιμών σε πολλά προϊόντα.
Στην Ελλάδα, όμως, κατά πόσο το φαινόμενο των ανατιμήσεων και του υψηλού πληθωρισμού, οφείλεται μόνο σε εξωγενείς παράγοντες, ή τα φαινόμενα αισχροκέρδειας υπερτερούν και οδηγούν την κούρσα των τιμών;
Είναι σαφές ότι αφενός η αύξηση του κόστους παραγωγής των τροφίμων (ενεργειακό κόστος, αύξηση πρώτων υλών κλπ.) και αφετέρου τα ανέλεγκτα δίκτυα διανομής τους, όχι μόνο των εισαγόμενων ειδών διατροφής, αλλά και των εγχωρίων παραγόμενων, αποτελούν τις κυριότερες αιτίες του “πληθωρισμού της απληστίας”.
Δεδομένη μεν η ύπαρξη εξωγενών παραγόντων που οδηγεί σε αυξήσεις, αλλά αυτό το γεγονός δεν εξηγεί πλήρως την επικρατούσα κατάσταση. Άλλωστε, μετρήσιμα μεγέθη καταδεικνύουν ότι στην ελληνική αγορά βασιλεύει η αισχροκέρδεια.
Πως αλλιώς να εξηγηθεί ότι το ίδιο ελληνικό προϊόν, έχει μέχρι και διπλάσια τιμή στην Ελλάδα, από την τιμή που έχει σε μία ευρωπαϊκή χώρα, ενώ ένα εισαγόμενο προϊόν κοστίζει στην ελληνική αγορά από 20% – 100% (!) περισσότερο από ότι σε ένα ράφι ευρωπαϊκής πόλης.
Όσοι, λοιπόν, κινούνται στο χώρο της εφοδιαστικής αλυσίδας, είναι βέβαιο ότι αυξάνουν αδικαιολόγητα τις τιμές των προϊόντων τους, εκμεταλλευόμενοι αφενός τη ζήτηση, αλλά και το γεγονός ότι δύσκολα θα ελεγχθούν για τις αθέμιτες πρακτικές τους.
Θυμίζω, τέλος, ότι, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός τον Αύγουστο του 2023 ανήλθε στο 2,7% (ετήσια μεταβολή Αύγουστος 2022 – Αύγουστος 2023), ωστόσο στα είδη διατροφής το επίπεδο τιμών ενισχύθηκε με πολύ υψηλότερο ρυθμό (10,7% τον Αύγουστο του 2023).