Ως «μεγάλη πρόκληση» για τη χώρα μας χαρακτηρίζει την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί εντός της τρέχουσα χρονιάς.
Μιλώντας στο Econostream, ο ίδιος σημειώνει πως «Η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια φάση υψηλότερης ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ταυτόχρονα, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται γρήγορα», ενώ σημειώνει ότι «Η νέα κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προωθήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η οικονομία. Έχει σαφή πολιτικό ορίζοντα τουλάχιστον τεσσάρων ετών» για να προσθέσει πως «Η μεγάλη πρόκληση τώρα είναι να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
Αναφορικά με τι τι θα φέρει μια τέτοια εξέλιξη, ο Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει πως «αντικατοπτρίζεται ήδη στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Αλλά δεν έχει ακόμη προεξοφληθεί όσον αφορά τις ροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων», ενώ συμπληρώνει με νόημα «Μπορώ να σας δώσω έναν αριθμό εδώ: μόνο το 10% των κεφαλαίων – ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια κ.λπ. – μπορούν να επενδύσουν σε μια επικράτει χωρίς επενδυτική βαθμίδα. Έτσι, μπορείτε να φανταστείτε ποιος θα είναι ο χώρος για νέες άμεσες ξένες επενδύσεις ή χρηματοοικονομικές επενδύσεις, όταν αποκτήσουμε επενδυτική βαθμίδα. Πολλά περισσότερα κεφάλαια θα έχουν την όρεξη να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία».
Πραγματική σύγκλιση χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες
Αναφορικά με το τι μέλλει γενέσθαι στην Ελλάδα ο ίδιος σημείωσε πως «Ιδανικά θέλουμε πραγματική σύγκλιση, δηλαδή σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, αλλά χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες», προσθέτοντας πως «Βρισκόμαστε τώρα σε ρυθμό ανάπτυξης 2,2%, όταν η Ευρώπη βρίσκεται στο μηδέν. Το επόμενο έτος αναμένουμε 3% και το μεθεπόμενο έτος σχεδόν το ίδιο, οπότε η Ελλάδα θα συγκλίνει σε πραγματικούς όρους, αλλά η πρόκληση είναι να αποφύγουμε τις μακροοικονομικές ανισορροπίες».
Αναφορικά με το πληθωρισμό, ο κ. Στουρνάρας είπε «τώρα είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ο πυρήνας του πληθωρισμού επίσης μειώθηκε δραματικά. Έτσι, η κατάσταση είναι όπως την περιέγραψα: πραγματική σύγκλιση χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο θέλουμε να συνεχιστεί».
Τα επιτόκια
Σε σχέση με τα επιτόκια, ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι δεν είναι πιθανό να συμβεί ακόμη μία αύξηση τον Σεπτέμβριο από την ΕΚΤ, ενώ θεωρεί ως εξαιρετικά πιθανή μια νέα άνοδο τον Ιούλιο, την οποία δε θεωρεί και απαραραίτητη. Πόσω μια αντίστοιχη κίνηση στις αρχές του φθινοπώρου, εξηγώντας ότι «Έχουμε ενδείξεις ότι η οικονομία εξασθενεί. Το βασικό μας πλαίσιο προβλέπει θετική ανάπτυξη, αλλά φαίνεται ότι αυτό μπορεί να μην ισχύει.». Μάλιστα, δείχνοντας ότι ενδεχομένως να μην επιθυμούσε ούτε μια άνοδο κατά τον Ιούλιο, ο κ. Στουρνάρας είπε:« Βασιζόμαστε στα δεδομένα, πρέπει να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά τα στοιχεία τον Ιούλιο, ιδίως την εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας», ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξής του συμπληρώνει «Δεδομένου ότι τώρα φαίνεται ότι τα στοιχεία δείχνουν μια ασθενέστερη οικονομία από τη βασική μας πρόβλεψη, ναι, πρέπει να είμαστε πολύ, πολύ προσεκτικοί, ακόμη και τον Ιούλιο».
Οι συνέπειες για Ελλάδα
Ερωτώμενος σε σχέση με τον αντίκτυπο μιας νέας αύξησης των επιτοκίων για την Ελλάδα, ο Έλληνας διοικητής απάντησε: «Όχι πολύ όσον αφορά τη δημοσιονομική θέση της Ελλάδας. Λόγω των ευνοϊκών συμφωνιών για το δημόσιο χρέος με τους δανειολήπτες μας στο παρελθόν (ιδίως με τον ESM) και λόγω των swaps που έχει κάνει ο ΟΔΔΗΧ, τα πραγματικά επιτόκια του δημόσιου χρέους θα παραμείνουν σχεδόν σταθερά σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, είμαστε έτοιμοι, αλλά θέλουμε αυτή η ευνοϊκή κατάσταση να συνεχιστεί. Φυσικά, όταν αρχίζει κάποια χώρα να δανείζεται από την αγορά, το πραγματικό επιτόκιο ανεβαίνει, αλλά ανεβαίνει πολύ αργά, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ενώ πρόσθυεσε «Έτσι, δεν αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο της άμεσης μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στο πραγματικό επιτόκιο του δημόσιου χρέους. Ωστόσο, οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα καθώς και τα νοικοκυριά επηρεάζονται από τα υψηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ. Η επίδραση αυτή θα αμβλυνθεί εν μέρει όταν η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα».