Με τη συνδρομή των χρηματοδοτικών εργαλείων, διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία πόροι από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία, ώστε να υλοποιηθούν βιώσιμα έργα που υποστηρίζουν στόχους οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής. Η ανάγκη αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας οδήγησε το 2020 σε νομοθετικές απλουστεύσεις του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των χρηματοδοτικών εργαλείων και σε σημαντική ενίσχυση των υπό διαχείριση πόρων, όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

Σε σύγκριση με τις επιχορηγήσεις, τα χρηματοδοτικά εργαλεία συμβάλλουν στην ενεργοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων με σαφώς μικρότερη κρατική στήριξη λόγω της δυνατότητας ανακύκλωσης και μόχλευσης των δημόσιων πόρων. Η επιστρεπτέα φύση τους προσφέρει κίνητρα στους δικαιούχους για μεγαλύτερη οικονομική πειθαρχία και καλύτερες επιδόσεις, ενώ τα επιστρεφόμενα ποσά γίνονται εκ νέου πόροι στη διάθεση των εθνικών αρχών, οι οποίοι μπορούν στη συνέχεια να επανεπενδυθούν σε περαιτέρω έργα. Τέλος, τα χρηματοδοτικά εργαλεία αναγνωρίζονται ως ένας αποδοτικός, σε όρους κόστους, μηχανισμός πολιτικής, λόγω του χαμηλού κόστους προμηθειών και διαχείρισης.

Τα χρηματοδοτικά εργαλεία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

  • προγράμματα χρέους, όπως προγράμματα συγχρηματοδότησης ή αναχρηματοδότησης στα οποία μέρος (ή ενίοτε και το σύνολο) του δανείου χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους με ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης,
    και
  • προγράμματα εγγυοδοσίας, στα οποία δεσμεύονται δημόσιοι πόροι με σκοπό την εγγύηση τραπεζικών δανείων ή πιστωτικών γραμμών.

Συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων στη ρευστότητα των επιχειρήσεων

Στην Ελλάδα, η ρευστότητα των εγχώριων επιχειρήσεων υποστηρίχθηκε το 2021, όπως και το προηγούμενο έτος, κυρίως με εργαλεία χρέους και εγγυοδοσίας. Τα εν λόγω εργαλεία υλοποιήθηκαν με την αξιοποίηση δημόσιων εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων και λειτούργησαν με τη διαμεσολάβηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Αναλυτικότερα, το 2021 οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες έλαβαν νέα δάνεια ύψους 2,9 δισεκ. ευρώ μέσω προγραμμάτων τη διαχείριση των οποίων είχαν η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ), η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF).

Σε σύγκριση με το 2020, το 2021 παρατηρείται αξιόλογη μείωση στις εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων σχετιζόμενων με τα χρηματοδοτικά εργαλεία, η οποία αποδίδεται στην εξάντληση των διαθέσιμων πόρων κατόπιν υψηλού βαθμού απορρόφησης. Εξάλλου, το 2020 οι προσφερόμενοι πόροι ήταν πολύ υψηλότεροι, λόγω των έκτακτων μέτρων στήριξης στα αρχικά στάδια της πανδημίας.

Η σημασία των χρηματοδοτικών εργαλείων καταδεικνύεται από το ότι το 2021 περίπου το 1/4 των νέων τραπεζικών δανείων σε ευρώ προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες συνδεόταν με προγράμματα της ΕΑΤ ή του Ομίλου ΕΤΕπ (έναντι περίπου 2/5 το 2020. Ακόμη υψηλότερο είναι το ποσοστό που καταγράφεται στις πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).

Ενδεικτικά, την επισκοπούμενη περίοδο το σύνολο των προγραμμάτων της ΕΑΤ στήριξε το 12% των εκταμιεύσεων τραπεζικών δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (1,5 δισεκ. ευρώ από το σύνολο των 12,4 δισεκ. ευρώ) και υπερδιπλάσιο ποσοστό (28%) εκταμιεύσεων δανείων προς ΜΜΕ και ελεύθερους (1,14 δισεκ. ευρώ από το σύνολο των 3,9 δισεκ. ευρώ).

Η μεγαλύτερη συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων στη ρευστότητα των ΜΜΕ οφείλεται κατ’ αρχάς στην ύπαρξη ποσοστώσεων (quotas) όσον αφορά την κατανομή των πόρων ανά κατηγορία μεγέθους επιχείρησης. Επιπρόσθετα, η ζήτηση εκ μέρους των ΜΜΕ για φθηνότερο δανεισμό μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων αναμένεται να είναι συγκριτικά υψηλότερη, αφενός λόγω της περιορισμένης πρόσβασης των ΜΜΕ σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και αφετέρου λόγω του υψηλότερου κόστους δανεισμού έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων.

Από τις εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων συνδεόμενων με χρηματοδοτικά εργαλεία το μεγαλύτερο ποσοστό (81%) αφορούσε προγράμματα εγγυοδοσίας. Σημαντικότερα σε όρους όγκου δανείων υπήρξαν το “Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19” της ΕΑΤ και το πρόγραμμα “COSME” του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (EIF). Στα προγράμματα εγγυοδοσίας το Δημόσιο αναλαμβάνει μέρος του πιστωτικού κινδύνου που διαφορετικά θα αντιμετώπιζε η δανείστρια τράπεζα. Συνεπώς, η τράπεζα υποχρεώνεται να μειώσει τις απαιτήσεις της για εμπράγματες εξασφαλίσεις από τους δανειολήπτες. Παράλληλα, η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για κάλυψη των δανείων με ίδια κεφάλαια περιορίζεται σε σύγκριση με τα δάνεια χωρίς κρατικές εγγυήσεις.

Το πρόγραμμα επιστρεπτέων προκαταβολών

Συμπληρωματικά προς τα χρηματοδοτικά εργαλεία, η ρευστότητα των εγχώριων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών υποβοηθήθηκε σημαντικά από το πρόγραμμα των επιστρεπτέων προκαταβολών. Το πρόγραμμα ενεργοποιήθηκε το 2020 στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας και αφορά την προσφορά ιδιαίτερα χαμηλότοκων δανείων απευθείας από το κράτος προς επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Συνολικά, το 2021 χορηγήθηκαν προς τους δικαιούχους 2,8 δισεκ. ευρώ (έναντι 5,5 δισεκ. Ευρώ το 2020).

Κατά τη διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος μέσα από επτά κύκλους υπήρξαν πολλές ευνοϊκές τροποποιήσεις στους όρους του, με σημαντικότερη την ενίσχυση του ποσοστού επιχορήγησης για όλους τους κύκλους ώστε να φθάσει υπό προϋποθέσεις έως και 75% ανάλογα με τη μείωση των ακαθάριστων εσόδων των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, προβλέφθηκε επιπλέον έκπτωση ύψους 15% στο ποσό της επιστρεπτέας καταβολής σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης του δανείου. Η αποπληρωμή του επιστρεπτέου ποσού αυξήθηκε διαδοχικά σε 96 άτοκες δόσεις και χορηγήθηκε παράταση 6 μηνών στην ημερομηνία έναρξης των αποπληρωμών των δανείων.