Εάν η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τον DBRS τον Σεπτέμβριο ήταν μία φορά σημαντική, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τον Standard & Poor’s και τον Fitch είναι χίλιες.
Μ’ αυτή τη φράση περιγράφουν αρμόδιες πηγές τη σημασία τόσο της αποψινής ετυμηγορίας του S&P, όσο και την αντίστοιχη του Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
Παρά το γεγονός ότι τυπικά η Ελλάδα ήδη βρίσκεται σε καθεστώς investment grade, δεδομένου ότι έχει προηγηθεί η αναβάθμιση από τον «μικρό» και λιγότερο σημαντικό καναδικό DBRS, για πολλά funds η πραγματική επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα θα καταστεί πραγματικότητα το βράδυ, εφόσον ο S&P αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Αυτήν την στιγμή, ο έγκριτος αμερικανικός οίκος δίνει στην Ελλάδα την αξιολόγηση «ΒΒ+» με θετικό outlook, η οποία βρίσκεται ένα «σκαλί» κάτω του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας. Μια αναβάθμιση, η οποία είναι αρκετά πιθανή, θα επαναφέρει τη χώρα στο investment grade. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φήμη και την αξιοπιστία των ελληνικών ομολόγων.
Μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η επενδυτική βαθμίδα καθιστά τους ελληνικού τίτλους επιλέξιμους για πολλά funds, τα οποία λόγω καταστατικού και εσωτερικών κανονισμών δεν μπορούν να αγοράσουν ομόλογα μη επενδυτικής βαθμίδας, δηλαδή κατηγορίας «σκουπίδια».
Κι αν ο «μικρότερος» DBRS έκανε το πρώτο βήμα, ανοίγοντας ορισμένες πόρτες, μια ενδεχόμενη αναβάθμιση από τον S&P θα ανοίξει ακόμη περισσότερες πόρτες, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, το βεληνεκές, το κύρος και την αξιοπιστία του αμερικανικού οίκου.
«Οι δημοσιευμένες προβλέψεις προαναγγέλλουν την αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα από τον S&P, δεδομένης της τρέχουσας πορείας του ΑΕΠ και της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία είναι πιθανό να διατηρηθεί μετά τις πρόσφατες εκλογές. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι η πρώτη αξιολόγηση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης» εξηγεί η Citi, σε πρόσφατο report.
Πέραν του S&P, εξίσου σημαντική είναι και η ετυμηγορία του την 1η Δεκεμβρίου, ο οποίος επίσης διατηρεί την Ελλάδα ένα «σκαλί» κάτω της επενδυτικής βαθμίδας (BB+, σταθερό outlook). Μια πιθανή αναβάθμιση από S&P και Fitch, θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς investment grade σε δύο από τους τρεις κορυφαίους οίκους αξιολόγησης, καθώς και σε τρεις από τους τέσσερις οίκους αξιολόγησης (συμπεριλαμβανομένου του DBRS), οι οποίοι αναγνωρίζονται από το ευρωσύστημα.
«Η αναθεώρηση της αξιολόγησης της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης Fitch Ratings την 1η Δεκεμβρίου θα είναι κρίσιμη. Αναμένουμε ότι η Fitch Ratings θα αναβαθμίσει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα τον Δεκέμβριο» προβλέπει η JP Morgan, σε ξεχωριστό report.
Κι αυτό, εφόσον πράγματι συμβεί, θα καταστήσει τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα σχεδόν στο σύνολο των επενδυτικών θεσμικών funds, καθώς θα ενταχθούν σε βασικούς δείκτες ομολόγων, όπως του Bloombeg, της Barclays κ.α.
Ας σημειωθεί ότι ο τρίτος κορυφαίος οίκος, ο Moody’s, μόλις τον Σεπτέμβριο αναβάθμισε την ελληνική οικονομία κατά δύο βαθμίδες, στο Ba1, δηλαδή ένα «σκαλί» κάτω της επενδυτικής βαθμίδας.
Εάν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, μέσα στο 2024 και οι τρεις μεγάλοι οίκοι θα έχουν την Ελλάδα σε καθεστώς investment grade, κάτι που φυσικά αφενός πιστοποιεί την ολική οικονομική επιστροφή της χώρας, αφετέρου προλειαίνει το έδαφος για την επαναφορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην κατηγορία των Αναπτυγμένων Αγορών.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις για την Ελλάδα
- Standard & Poor’s: BB+ με θετικό outlook (ένα σκαλί κάτω της επενδυτικής βαθμίδας)
- Moody’s Investors Service: Ba1 με σταθερό outlook (ένα σκαλί κάτω της επενδυτικής βαθμίδας)
- Fitch Ratings: BB+ με σταθερό outlook (ένα σκαλί κάτω της επενδυτικής βαθμίδας)
- DBRS: BBB (low) με σταθερό outlook (επενδυτική βαθμίδα)
Τα οφέλη στις ομολογιακές αποδόσεις
Παρότι οι συνθήκες στην αγορά ομολόγων δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές, δεδομένης της πρόθεσης των κεντρικών τραπεζών να διατηρήσουν τα υψηλά επιτόκια, οι ελληνικοί τίτλοι ήδη εμφανίζουν μια καλύτερη πορεία.
Ενδεικτικά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έκλεισε την Πέμπτη στα επίπεδα του 4,3%, σημειώνοντας μικρή αποκλιμάκωση κατά μία μονάδα βάσης, με τα spreads (απόκλιση σε σχέση με τη γερμανική απόδοση) να καθορίζονται στις 144 μονάδες βάσης.
Παρά την πρόσφατη άνοδο, βέβαια, το κόστος δανεισμού παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις αρχές του 2023 (4,5%) αλλά και σε σχέση με το τελευταίο 12μηνο, όταν και βρισκόταν άνω του 5%.
Η JP Morgan, μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη τις επικείμενες αναβαθμίσεις, προβλέπει τόσο μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, όσο και αποκλιμάκωση των spreads.
Συγκεκριμένα, το ελληνικό spread εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στις 135 μονάδες έως το τέλος του τρέχοντος έτους, ενώ μετέπειτα θα «πέσει» στις 130 μονάδες βάσης, όπου και θα παραμείνει για τουλάχιστον 12 μήνες.