Η πρόσφατη επιλογή του ιταλικού Ομίλου Unicredit να εισέλθει στο εγχώριο πιστωτικό σύστημα μέσω της συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank, δείχνει να αποτελεί τον σηματωρό και σε άλλα διεθνή τραπεζικά ιδρύματά ώστε να τοποθετήσουν στο πεδίο της στρατηγικής τους επέκτασης και το ελληνικό πιστωτικό σύστημα.

Η αντίστροφη μέτρηση για την επανάκαμψη στην εγχώρια τραπεζική αγορά ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων, για πρώτη φορά μετά το μαζικό κύμα αποχωρήσεων της περασμένης δεκαετίας, απόρροια των μακροοικονομικών, δημοσιονομικών και πολιτικών προκλήσεων που αντιμετώπισε εκείνη την περίοδο η χώρα, έχει ξεκινήσει.

Αυτό υποστηρίζουν τραπεζικές πηγές, οι οποίες δεν αποκλείουν νέες αφίξεις από το εξωτερικό, όπως τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη, εφόσον σταδιακά εδραιώνεται η εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία και οι προοπτικές ανάπτυξης παραμείνουν ισχυρές.

Η συγκεκριμένη εκτίμηση που το τελευταίο διάστημα κυκλοφορεί ευρέως στους κόλπους των Ελλήνων τραπεζιτών, πήρε μέσα στην εβδομάδα – άτυπα – και επίσημη διάσταση μέσω της ίδιας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Σε πρόσφατη conference call που είχαν οι αναλυτές της Autonomous Research με υψηλόβαθμα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος με αντικείμενο τις εξελίξεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ο Διευθυντής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας της ΤτΕ, Ιωάννης Τσικριπής έκανε σαφή λόγο για πιθανές εξαγορές και συγχωνεύσεις καθώς ακόμη για την ύπαρξη ξένων επενδυτών που επιθυμούν να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία.

Ουσιαστικά η ΤτΕ αφήνει ορθάνοικτο πλέον το παράθυρο και σε άλλες ξένες τράπεζες που σχεδιάζουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της ιταλικής UniCredit που μπήκε στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank και να αποκτήσουν συμμετοχές σε ελληνικές τράπεζες.

Συνολικά ο προφανής λόγος που μπορεί να πυροδοτήσει σχέδια ξέων τραπεζικών ομίλων για είσοδό τους στην ελληνική τραπεζική αγορά είναι τα ελκυστικά περιθώρια δανεισμού και οι σταθερές προοπτικές ανάπτυξης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Άλλωστε η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι οι τρέχουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι επαρκείς για τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένου ενός ελαφρώς διαφοροποιημένου αποθέματος ασφαλείας O-SII, που είναι 1,25% στη Eurobank λόγω της παρουσίας της στο εξωτερικό και 1% στις υπόλοιπες.

Την ίδια στιγμή η ΤτΕ υποστηρίζει και τη λογική επέκταση των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό, όπως η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank στην Κύπρο.

Εθνική Τράπεζα: Κερδίζει πόντους η μετάθεση του placement - Το νέο πολιτικό σκηνικό και τα τρία κρίσιμα ερωτήματα της αγοράς – Το timing του placement, το ποσοστό διάθεσης και φυσικά η επόμενη μέρα στη διοίκηση της τράπεζας!

Η περίπτωση της ΕΤΕ

Εξελίξεις θα μπορούσαν να προκύψουν ενόψει της πλήρους – σχεδόν – αποχώρησης του Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της Εθνικής Τράπεζας στο τέλος Σεπτεμβρίου. Το ΤΧΣ έχει ήδη ξεκινήσει τους διαγωνισμούς που χρειάζονται για να προχωρήσει στην πρόσληψη νομικών και χρηματοοικονομικών συμβούλων που θα συνδράμουν το Ταμείο στην διαδικασία πώλησης του 18% της ΕΤΕ.

Όπως έγινε και στην περίπτωση της Alpha Bank ουδείς – λαμβάνοντας ύπ’ όψιν όλα τα παραπάνω δεδομένα – μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη ενδιαφέροντος από ξένο τραπεζικό όμιλο για το συγκεκριμένο ποσοστό της ΕΤΕ.

Όπως επίσης σε όλες τις τράπεζες υπάρχουν μεγαλομέτοχοι – funds που εφ’ όσον σε κάποια στιγμή στο μέλλον κρίνουν ότι πήραν τις επιθυμητές αποδόσεις από τις επενδύσεις τους δεν αποκλείεται να αναζητήσουν τράπεζες – αγοραστές για τα πακέτα μετοχών που διαθέτουν.

«Ακόμη και σε δύσκολες εποχές για το εγχώριο πιστωτικό σύστημα ξένοι τραπεζικοί όμιλοι «χτύπησαν» τις πόρτες ελληνικών τραπεζών, πόσο μάλλον τώρα που το κλίμα είναι εκ διαμέτρου αντίθετο» καταλήγει έτερη τραπεζική πηγή.

Unicredit: Εκτός λίστας των παγκόσμιων συστημικά σημαντικών τραπεζών

Μαγνήτης το υψηλό περιθώριο επιτοκίων

Όπως εξηγεί στην «Α» έμπειρος τραπεζικός αναλυτής «η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανείων και καταθέσεων έναντι της Ε.Ε. αποτελούν μεγάλο δέλεαρ για τις ξένες τράπεζες».

«Έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό πόσο πιο διευρυμένη σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, είναι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων σε δάνεια και καταθέσεις και υποστηρικτική προς την οργανική κερδοφορία των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα», προσθέτει η ίδια πηγή.

Αυτό είναι αποτέλεσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εγχώριου συστήματος. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η πλειονότητα των χορηγήσεων, σε ποσοστό άνω του 90% είναι συνδεδεμένη με κυμαινόμενα επιτόκια.

Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες επωφελήθηκαν τα μέγιστα κατά την περίοδο αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, ενισχύοντας σημαντικά τα έσοδά τους από τόκους.

Την ίδια στιγμή, η ρευστότητά τους προέρχεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από καταθέτες που επιλέγουν να τηρούν τα χρήματά τους κατά κύριο λόγο σε άτοκους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης.

Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το χαμηλό βαθμό αναπροσαρμογής των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις, κράτησε τα έξοδα για τόκους σε χαμηλά επίπεδα κατά την περίοδο του ακριβού χρήματος.

ΤτΕ: Κάτω από το 5% υποχώρησε το spread επιτοκίου νέων καταθέσεων και δανείων τον Μάιο

Τα τελευταία στοιχεία

Χαρακτηριστικά είναι άλλωστε τα στοιχεία που δημοσιεύει κάθε μήνα η Τράπεζα της Ελλάδος που επιβεβαιώνουν και την συγκεκριμένη τάση. Σύμφωνα με την ενημέρωση της κεντρικής τράπεζας για τον Μάιο, το περιθώριο επιτοκίου στην Ελλάδα στο σύνολο των υφιστάμενων χορηγήσεων και καταθέσεων διαμορφώθηκε στις 569 μονάδες βάσης, ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με τους δύο προηγούμενους μήνες.

Αντίστοιχα στις καταθέσεις το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο ανήλθε σε μόλις 0,54% και στα δάνεια σε 6,90%.

Σχολιάζοντας τα παραπάνω δεδομένα υψηλόβαθμα τραπεζική πηγή τονίζει στην «Α» ότι «η συγκεκριμένη διαφορά στα επιτόκια προφανώς και δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τις διεθνείς τράπεζες, οι διοικήσεις των οποίων συνειδητοποιούν πως οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην Ελλάδα μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά κερδοφόρες».

Σπεύδει ωστόσο να συμπληρώσει «πως αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Για να δούμε ένα νέο ευρύ γύρο τοποθετήσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, πρέπει να συντρέχουν κι άλλες προϋποθέσεις». Όπως εξηγεί, αναγκαία συνθήκη είναι οι μακροοικονομικές προοπτικές να παραμείνουν θετικές και να μην ενισχυθούν εκ νέου οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι.

Τονίζει δε πως οι ξένοι λαμβάνουν θετικά μηνύματα και από τον επόπτη του συστήματος, τον SSM, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την αλλαγή σελίδας που έχει πετύχει ο εγχώριος κλάδος τα τελευταία χρόνια. Και μάλιστα σε μια περίοδο με κατακόρυφη αύξηση των εξωτερικών κινδύνων, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Διαβάστε ακόμη: