Το παρωχημένο και εγκαταλελειμμένο απόθεμα κατοικιών της χώρας και οι συχνές διεκδικήσεις και αντιδικίες μεταξύ κληρονόμων εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το πολύ υψηλό ποσοστό των κενών σπιτιών, εξέλιξη που «δυναμιτίζει» το πρόβλημα στέγης της χώρας.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, σύμφωνα με ανάλυση της εταιρείας ερευνών ακινήτων Blupeak Estate Analytics (με αξιοποίηση στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ από την απογραφή κτιρίων του 2021), υπολογίζεται ότι περίπου μία στις τρεις κατοικίες πανελλαδικά, ή 2,2 εκατ. επί συνόλου 6,5 εκατ. κατοικιών, είναι κλειστή. Ουσιαστικά δηλαδή το 33% των κατοικιών της χώρας δεν κατοικείται, ποσοστό που είναι υπερδιπλάσιο συγκριτικά με πολλές χώρες της Ε.Ε., όπου αυτό κυμαίνεται μεταξύ 10% και 15%.
Σε πέντε περιφέρειες
Το φαινόμενο εντοπίζεται κυρίως σε πέντε βασικές περιφέρειες: στην Αττική, όπου καταγράφονται 526.000 άδεια σπίτια, στην Κεντρική Μακεδονία, με 363.000, στην Πελοπόννησο, με 209.000, στη ∆υτική Ελλάδα, με 155.000, και στη Θεσσαλία, με 133.000.
Συνολικά, σχεδόν έξι στις δέκα άδειες κατοικίες της χώρας βρίσκονται αποκλειστικά σε αυτές τις πέντε περιοχές. Με βάση την ανάλυση της Blupeak, «η γεωγραφική αυτή συγκέντρωση αποτυπώνει μια βαθιά ανισότητα: ενώ υπάρχει ζήτηση και ανάγκη, η προσφορά μένει σε αδράνεια».
Από τα επιμέρους στοιχεία ανά περιφέρεια, εστιάζοντας την προσοχή μας στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (ώστε να αφαιρεθεί ο παράγοντας των εξοχικών κατοικιών), στη μεν Κεντρική Μακεδονία προκύπτει ότι μία στις τρεις κατοικίες είναι κλειστή (33%), ενώ στην Αττική σχεδόν μία στις τέσσερις κατοικίες είναι κενή (24,3%).
Εκτός από τις εξοχικές κατοικίες που χρησιμοποιούνται μόνο λίγες εβδομάδες τον χρόνο, μια μεγάλη κατηγορία κενών σπιτιών περιλαμβάνει παλαιές κατοικίες που δεν προσελκύουν ούτε ενοικιαστές ούτε αγοραστές.
Σύμφωνα με την Blupeak, οι λόγοι είναι πολλοί: Η τοποθεσία τους σε περιοχές με φθίνουσα ζήτηση, η εικόνα εγκατάλειψης, το υψηλό κόστος ανακαίνισης σε σχέση με την απόδοσή τους. Αυτό εξηγείται από το ότι ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού οικιστικού αποθέματος είναι μεγάλης ηλικίας. Ειδικότερα, περίπου 3 εκατ. σπίτια έχουν κατασκευαστεί μεταξύ του 1961 και του 1980, ενώ επιπλέον 1,6 εκατ. σπίτια κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του 1980 και άλλο 1,1 εκατ. χρονολογείται από την περίοδο 1946-1960. Επομένως, 5,7 εκατ. σπίτια, ή το 87,5%, είναι ηλικίας άνω των 30 ετών.
«Πρόκειται για έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους πολλά σπίτια παραμένουν αναξιοποίητα. Πολλά από αυτά έχουν ανεγερθεί με παλαιούς οικοδομικούς κανονισμούς, χωρίς μονώσεις ή ενεργειακή αποδοτικότητα, ενώ παρουσιάζουν φθορές και έλλειψη συντήρησης. Η ανακαίνισή τους θεωρείται από αρκετούς ιδιοκτήτες οικονομικά ασύμφορη και έτσι προτιμούν να τα αφήνουν κλειστά», αναφέρει ο κ. Βασίλης Ηλιόπουλος, ιδρυτής της Blupeak.
Επίσης, πολλοί ιδιοκτήτες βρίσκονται αντιμέτωποι με νομικά ή φορολογικά εμπόδια – σπίτια με αδιευκρίνιστη κληρονομική κατάσταση, με διαφωνίες μεταξύ συγγενών ή απλώς με επιβαρύνσεις που καθιστούν τη διάθεση του ακινήτου μη συμφέρουσα. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε περίπου 600.000 κλειστά ακίνητα αντιστοιχούν 1 εκατ. δικαιώματα ιδιοκτησίας. ∆ηλαδή, στο 75% των κλειστών κατοικιών παρατηρείται το φαινόμενο της πολυϊδιοκτησίας, καθώς υπάρχουν σχεδόν δύο ιδιοκτήτες ανά ακίνητο. Επομένως αποδεικνύεται πλέον και με βάση τους αριθμούς ότι η πολυϊδιοκτησία και οι πολυετείς διαμάχες των κληρονόμων είναι πράγματι ένας από τους λόγους που κρατούν κλειστά τα ακίνητα.
Οπως αναφέρει ο κ. Ηλιόπουλος, «το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν έχουμε σπίτια. Είναι ότι τα σπίτια που έχουμε μένουν αναξιοποίητα. Η κρίση δεν είναι αριθμητική. Είναι κρίση κατανομής, κρίση θεσμικής αδράνειας και κρίση πολιτικών προτεραιοτήτων. Αν υπάρξει η πολιτική βούληση, υπάρχουν και τα μέσα. Αυτό που χρειάζεται είναι να αντιμετωπίσουμε την κατοικία όχι ως απλό περιουσιακό στοιχείο, αλλά ως ανθρώπινη ανάγκη και κοινωνικό δικαίωμα. Μόνο τότε τα άδεια σπίτια θα πάψουν να είναι σιωπηλά μνημεία εγκατάλειψης και θα ξαναγίνουν ζωντανοί χώροι ζωής», τονίζει χαρακτηριστικά.
Χρειάζονται παρεμβάσεις
Σύμφωνα με τον κ. Ηλιόπουλο, «σε αυτή τη συνθήκη η λύση δεν είναι να χτίσουμε κι άλλα σπίτια. Πρέπει πρώτα να δώσουμε ζωή στους ήδη υπάρχοντες χώρους. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από στοχευμένες και εφαρμόσιμες παρεμβάσεις. Πρώτο βήμα είναι η δημιουργία ενός Εθνικού Μητρώου Κατοικιών: μια πλήρης και ψηφιακά προσβάσιμη απογραφή των κατοικιών της χώρας, ώστε να ξέρουμε τι υπάρχει, πού βρίσκεται και ποια είναι η κατάστασή του. Χωρίς αυτή τη βάση δεδομένων, καμία στεγαστική πολιτική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική», καταλήγει ο κ. Ηλιόπουλος.