Ολοκληρώθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η επεξεργασία σε πρώτη ανάγνωση, του νομοσχεδίου για τον εκσυγχρονισμό της μουσειακής πολιτικής και την μετατροπή πέντε μεγάλων δημόσιων μουσείων σε ΝΠΔΔ. Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, απέρριψε τις κατηγορίες περί απόσπασης των μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, υπεραμύνθηκε της ενίσχυσης της εξωστρέφειάς τους και διαβεβαίωσε ότι δεν θίγονται εργασιακά δικαιώματα, ενώ η αντιπολίτευση χαρακτήρισε το νομοσχέδιο επικίνδυνο, επιμένοντας ότι αποτελεί ένα βήμα για την ιδιωτικοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου.
«Το νομοσχέδιο ιδρύει Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου τα οποία ανήκουν στον δημόσιο τομέα, εφαρμόζουν υποχρεωτικά τις διατάξεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, χρηματοδοτούνται, ελέγχονται και εποπτεύονται από το κράτος. Τα πέντε μουσεία στελεχώνονται από το προσωπικό το οποίο επιθυμεί να συνεχίσει να απασχολείται σε αυτά και παραμένει προσωπικό του υπουργείου Πολιτισμού και δεν μεταβάλλεται το σημερινό εργασιακό, μισθολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Μενδώνη.
Όπως τόνισε η υπουργός Πολιτισμού, «οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου έχουν συνταχθεί με αυστηρή προσήλωση σε δύο θεμελιώδεις αρχές»: «Η πρώτη αρχή είναι η αυστηρή τήρηση του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου. Δεν μεταβάλλεται καμία μα καμία απολύτως διάταξη, αλλά αντίθετα επιβάλλεται ρητά και αυστηρά στα πέντε ΝΠΔΔ η εφαρμογή του και προσαρμόζεται η λειτουργία τους προς τον νόμο αυτό – και όχι το αντίθετο. Η δεύτερη αρχή αφορά τους εργαζόμενους στα πέντε μουσεία και συγκεκριμένα τους μονίμους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους ΙΔΑΧ. Ήταν μια δέσμευσή μας ότι δεν θα θιγούν τα εργασιακά δικαιώματα τους. Δεν θίγονται λοιπόν στο παραμικρό, είναι υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού αμειβόμενοι, ασφαλιζόμενοι και συνταξιοδοτούμενοι από αυτό και προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα μουσεία ΝΠΔΔ, μόνο εφόσον το επιθυμούν», διαβεβαίωσε η κ. Μενδώνη.
Έμφαση έδωσε η υπουργός, στο ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου Πολιτισμού προς τις Αρχαιολογικές Υπηρεσίες αυξήθηκε, τονίζοντας ότι ενώ το 2015 ήταν 118 εκ. ευρώ, το 2022 έφθασε στα 165 εκ. ευρώ, δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον του κράτους για την ενίσχυσή τους.
Απαντώντας στη κριτική ότι όλοι οι συνδικαλιστικοί φορείς έχουν εκφράσει αντιρρήσεις επί του νομοσχεδίου, η κ. Μενδώνη έκανε λόγο για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων, σημειώνοντας ότι «το υπουργείο διάβασε όλα τα υπομνήματα με πάρα πολύ προσοχή».
«Αυτό το οποίο επιχειρείται να δημιουργηθεί ως εντύπωση, είναι ότι η επιστημονική κοινότητα αντιτάσσεται. Μπορώ όμως εύκολα, να καταθέσω τις απόψεις σοβαρών πανεπιστημιακών καθηγητών που έχουν αρθρογραφήσει υπέρ της μετατροπής των συγκεκριμένων μουσείων σε ΝΠΔΔ», είπε.
Απάντηση έδωσε και στις αιτιάσεις, ότι το 2006 η ίδια ήταν κατά της μετατροπής των μουσείων σε ΝΠΔΔ: «Η άποψη μου το 2006 αφορούσε ένα εντελώς διαφορετικό νομοσχέδιο, το οποίο είχε κατατεθεί τότε ως πρόταση, από αυτό το οποίο καταθέτουμε σήμερα. Εκείνο αφορούσε συνολικά τον Οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού. Και κάτι άλλο όμως. Μάλλον δείγμα υγιούς αντίληψης και ευφυΐας είναι το να μπορεί κανείς να εξελίσσεται μετά από 15 χρόνια και 16 χρόνια. Το να μένει κάποιος προσκολλημένος, είναι μια άλλη ιστορία. Η θέση μου λοιπόν το 2006, αφορούσε μία συνολική προσέγγιση του Οργανισμού του Υπουργείου Πολιτισμού», σχολίασε η κ. Μενδώνη.
«Η αντίληψη του κράτους για τον πολιτισμό, είναι η αντίληψη που έχει αναφορικά με το σε ποιον ανήκουν οι αρχαιότητες, ποιος αποφασίζει για αυτές, για το πώς θα προβληθούν και πως θα προστατευτούν και για το πώς θα μελετηθούν. Τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα, τις δίνει ο ίδιος ο αρχαιολογικός νόμος. Αυτός που αποφασίζει είναι το ελληνικό κράτος, το υπουργείο Πολιτισμού μέσων των υπηρεσιών του που είναι αρμόδιες για τις αρχαιότητες και μέσων του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου», υπογράμμισε.
Απαντώντας στη κριτική για την κατάργηση 735 οργανικών θέσεων, η κ. Μενδώνη κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι «παραλείπει επιμελώς να πει ότι καταργούνται κενές οργανικές θέσεις του υπουργείου Πολιτισμού οι οποίες δεν έχουν καταληφθεί από πρόσωπα».
«Συνεπώς δεν καταργούμε τις οργανικές θέσεις των σημερινών εργαζομένων στα μουσεία, ενώ για κάθε μία από τις καταργούμενες, ιδρύεται αντίστοιχα οργανική θέση στα πέντε μουσεία. Έτσι, δημιουργούμε στα πέντε μουσεία ακριβώς τις ίδιες θέσεις που έχουν και σήμερα, που είναι υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, και μπορεί όποιος από τους εργαζομένους επιθυμεί, να συνεχίσει να προσφέρει την υπηρεσία του στην ίδια ακριβώς θέση. Οι οργανικές θέσεις στα ΝΠΔΔ αποτελούν οργανικές θέσεις του κράτους. Η κατάργηση των 735 κενών οργανικών θέσεων δεν επιδρά στην προσωπική κατάσταση κανενός υπαλλήλου. Ούτε και αποκλείει την πλήρωση αναγκών του υπουργείου στο μέλλον», τόνισε.
Από την πλευρά τους, τα κόμματα της Αντιπολίτευσης υποστήριξαν ότι η μετατροπή των πέντε μεγάλων δημόσιων μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας και της διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος.
Παράλληλα, κατηγόρησαν την υπουργό Πολιτισμού ότι αγνόησε τους αρμόδιους συνδικαλιστικούς φορείς και δεν προσήλθε σε διάλογο και διαβούλευση μαζί τους.
Ακόμα, άσκησαν έντονη κριτική για την απουσία χρηματοοικονομικής μελέτης για τη δομή, τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα των πέντε μεγάλων δημόσιων μουσείων που μετατρέπονται σε ΝΠΔΔ.
Όπως υποστήριξαν, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, όσο και το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση και το ΜεΡΑ25, τα ΝΠΔΔ αποκόπτονται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και την κρατική ευθύνη, ανοίγοντας έτσι το πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης τους.
Μίλησαν ακόμα για έλλειψη διαφάνειας στον διορισμό του ΔΣ των ΝΠΔΔ, για καταστρατήγηση του δημοσίου συμφέροντος, ενώ εξέφρασαν έντονο προβληματισμό για την ίδρυση παραρτημάτων στο εξωτερικό και τη μακροχρόνια πρόβλεψη δανεισμού αρχαιοτήτων.
Τέλος, η γενική εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου, ζήτησε περαιτέρω διευκρινήσεις για την διάταξη, σύμφωνα με την οποία υπάρχει κώλυμα διορισμού στα μέλη του Δ.Σ των ΝΠΔΔ, μόνο αν υπάρχει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Αρείου Πάγκου για το αδίκημα της αρχαιοκαπηλίας, σημειώνοντας ότι μένει ασαφές αν μπορεί κάποιος να συμμετέχει, έστω και αν έχει καταδικαστεί με πρωτόδικη απόφαση.