Διπλή ανάγνωση επιδέχεται, η ανακοινωθείσα χθες από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έκθεση Στρατηγικής Αποεπένδυσης από τον τραπεζικό τομέα.
Η σχετική μελέτη η οποία όπως αποκαλύπτεται τυγχάνει της εγκρίσεως του υπουργείου Οικονομικών εδώ και έναν μήνα – έτσι εξηγούνται και οι έως τώρα πολλές διαρροές – από την μια πλευρά μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκθεση ιδεών.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης δεν έχουν άδικο: Οι αναφορές του κειμένου 11 σελίδων που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα είναι τόσο γενικόλογες , περιγράφουν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και τις επιλογές που μπορεί να γίνουν εντός του πλαισίου του , υπό διαφορετικές συνθήκες, δεν αναφέρουν δηλαδή ένα πλήρες χρονοδιάγραμμα.
Η υπενθύμιση ότι τα πάντα θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το 2025 , θεωρείται ως εκ του περισσού , εκεί τοποθετείται από το νόμο και η «ημερομηνία λήξεως» της ύπαρξης του Ταμείου.
Η δεύτερη ανάγνωση, μπορεί να γίνει με βάση την πραγματικότητα: Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές οικονομικό πλαίσιο, μόνο από σταθερότητα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Γιατί επομένως να κινηθούν οι διαδικασίες πώλησης των μετοχών του ΤΧΣ στις τέσσερις συστημικές τράπεζες , όταν το Ταμείο επομένως και το ελληνικό δημόσιο δεν πρόκειται να «πιάσει» καλές τιμές;
Επιπρόσθετα αν και η διοίκηση του ΤΧΣ μπορεί να κατηγορηθεί από ατολμία αφού δεν αξιοποιεί το όποιο θεωρητικό ( γιατί αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση) ενδιαφέρον , ποια θα είναι η θέση της αν προχωρήσει σε άμεσες κινήσεις στο ήδη επιβαρυμένο πολιτικό κλίμα και σε περίπτωση που η αντιπολίτευση την κατηγορήσει για «ξεπούλημα της περιουσίας του ελληνικού λαού»;
Προφανώς και οι δύο εκδοχές έχουν τα αρνητικά τους σημεία: Κανείς για παράδειγμα – το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηριχθεί – δεν μπορεί να αναλάβει δεσμεύσεις πως σε δύο χρόνια θα έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες στο ελληνικό και διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι.
Από την άλλη πλευρά η εσπευσμένη πώληση των «πακέτων» μετοχών του δημοσίου, πέραν των πολιτικών προβλημάτων που ενδεχομένως να δημιουργούσε, θα προκαλούσε προβλήματα στα στρατηγικά σχέδια των σημερινών διοικήσεων των τραπεζών , αφού οι νέοι μέτοχοι πιθανόν να επιζητούσαν να έχουν λόγο σε αυτά με βάση τους ευρύτερους προγραμματισμούς τους.
Ύστατο αλλά και κορυφαίο ερώτημα: Τι θα συμβεί όταν εξαντληθούν τα απώτερα χρονικά όρια και οι τότε συνθήκες δεν θα κρίνονται κατάλληλες;
Το Ταμείο θα διαθέσει τις συμμετοχές του σε Εθνική (40,3%), Πειραιώς (27%), Αlpha Bank (9%) και Eurobank (1,4%) εγκαίρως, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που θέτει ο νόμος, δηλαδή μέχρι το τέλος του 2025 όταν και λήγει ο βίος του Ταμείου, εξασφαλίζοντας την εύλογη αξία του χαρτοφυλακίου του.
Για το σκοπό αυτό θα εντοπίσει τις ευκαιρίες για έναρξη και υλοποίηση καλά σχεδιασμένων συναλλαγών με τον πλέον συμφέροντα τρόπο, θα αναλάβει πρωτοβουλίες και παράλληλα θα εξετάσει τυχόν προσεγγίσεις από επενδυτές και προτάσεις που ενδέχεται να υποβάλλουν οι τράπεζες.
Κατ’ αρχήν, το Ταμείο ευνοεί στρατηγικούς επενδυτές για σημαντικά πακέτα των μετοχών του, όπως διεθνώς αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μακροπρόθεσμους επενδυτές (π.χ. αμοιβαία κεφάλαια που έχουν ήδη ιστορικό επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οικογενειακά γραφεία κλπ.), χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και άλλους επενδυτές εκτός του τραπεζικού τομέα με σημαντική τεχνογνωσία που θεωρείται ότι ενισχύσουν την ικανότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα να ανταποκριθεί στις περιβαλλοντικές και τεχνολογικές προκλήσεις της σύγχρονης εποχής.
Πριν αποφασίσει να προχωρήσει σε πώληση μετοχών, το ΤΧΣ θα λάβει υπόψιν τις υποχρεώσεις του για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθώς και την εξασφάλιση της εύλογης αξίας των συμμετοχών του ενώ κατά την υλοποίηση των συναλλαγών το ΤΧΣ θα ακολουθήσει μια διάφανη και διαγωνιστική διαδικασία, διατηρώντας παράλληλα την αρμόζουσα εμπιστευτικότητα.
Ο σχεδιασμός, η δομή, η διαδικασία και η υλοποίηση των επί μέρους συναλλαγών θα είναι προσαρμοσμένα στις συνθήκες της αγοράς και στις επιδόσεις των Τραπεζών. Το ΤΧΣ δεν θα δεσμευτεί σε συγκεκριμένο χρονισμό ή αλληλουχία συναλλαγών εντός του συνολικού πλαισίου αποεπένδυσης, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η αξία των μετοχών.
Επιπλέον, δεν θεωρεί ότι οι μεμονωμένες συναλλαγές αποτελούν σημείο αναφοράς για τις επόμενες που θα σχεδιαστούν και θα εκτελεστούν υπό τις τότε επικρατούσες συνθήκες.
Ειδικότερα , το Ταμείο θα ξεκινήσει τη φάση της προετοιμασίας για μια συγκεκριμένη συναλλαγή εφόσον το ΔΣ του αποφασίσει ως μέρος της συνολική του αξιολόγησης, ότι πληρούνται οι ακόλουθες Προαπαιτούμενες Συνθήκες:
1. Η συναλλαγή δεν ενέχει κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
2. Για Συναλλαγές μέσω Κεφαλαιαγοράς, ότι η συναλλαγή μπορεί να εκτελεστεί, έχοντας λάβει υπόψη τα Κριτήρια για τις συνθήκες που επικρατούν στην Αγορά και ειδικότερα: α) δεν έχουν συμβεί ή δεν αναμένονται σημαντικά γεγονότα ή εξελίξεις που ενδέχεται να έχουν σημαντική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο η αγορά αποτιμά τις τράπεζες (σ.σ ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να είναι η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας) β) η μεταβλητότητα των τιμών των μετοχών δεν υποδηλώνει ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας της αγοράς και γ) δεν υπάρχει σημαντική επιδείνωση του όγκου συναλλαγών για τις τράπεζες ή γενικότερα στις αγοράς ελληνικών αξιών (μετοχών και ομολόγων)
3. Για Ιδιωτικές Συναλλαγές μετά από μια αυτόκλητη προσφορά, ότι ο δυνητικός επενδυτής έχει επιβεβαιώσει την πρόθεσή του να καταβάλλει αντίτιμο υψηλότερο της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής (premium).
4. Η συναλλαγή συμμορφώνεται με τη Στρατηγική Αποεπένδυση.
Διαβάστε ακόμη: