Παρά το “θερμό” πολιτικό σκηνικό λόγω της κορύφωσης της προεκλογικής περιόδου, το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα δείχνει όχι μόνο να αντέχει, αλλά και να βελτιώνεται αισθητά.
Όπως προκύπτει από τα πρόσφατα στοιχεία του ΙΟΒΕ, το οικονομικό κλίμα κατέγραψε την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 12 μηνών.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος ενισχύεται εκ νέου μετά τη μικρή πτώση του προηγούμενου μήνα και διαμορφώνεται στις 108,8 μονάδες τον Απρίλιο από 107,0 μονάδες τον Μάρτιο.
Αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της βελτίωσης των προσδοκιών στο Λιανικό Εμπόριο και τις Υπηρεσίες, καθώς στους υπόλοιπους τομείς οι μεταβολές ήταν πτωτικές, ενώ και η καταναλωτική εμπιστοσύνη επιδεινώνεται.
Όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ, ενόψει των επικείμενων εκλογών, φαίνεται πως στην οικονομία κυριαρχούν συνολικά θετικές προσδοκίες, όμως υπάρχει ταυτόχρονα μια στάση αναμονής ενόψει της οικονομικής πολιτικής που θα διαμορφωθεί μετεκλογικά και των υπολοίπων δεδομένων σε ένα ευμετάβλητο παγκόσμιο οικονομικό πλαίσιο.
Ειδικά πάντως σε ότι αφορά την καταναλωτική εμπιστοσύνη, ο σχετικός δείκτης υποχώρησε εκ νέου τον Απρίλιο και διαμορφώθηκε στις 44,6 μονάδες, έναντι -41,4 μονάδες τον Μάρτιο.
Παρά την προεκλογική περίοδο, οι συνεχείς ανατιμήσεις των προϊόντων και το υψηλό κόστος ζωής φαίνεται να επηρεάζουν αρνητικά τις προσδοκίες, καθώς ειδικά οι εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών έχει επιδεινωθεί ραγδαία.
Ο δείκτης κινείται σε χαμηλά επίπεδα πλέον, με αποτέλεσμα και αυτόν τον μήνα οι Έλληνες καταναλωτές να εμφανίζονται ως οι περισσότερο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, με τους καταναλωτές στην Ουγγαρία με επίπεδο δείκτη -34,6 και την Σλοβενία (-31,4) να ακολουθούν.
Εκλογές και ελληνική οικονομία
Σε κάθε περίπτωση, η σημασία των βουλευτικών εκλογών για την ελληνική οικονομία είναι μεγάλη. Όπως άλλωστε είχε επισημάνει πρόσφατα το ΙΟΒΕ, το πώς θα σχηματιστεί κυβέρνηση θα προσδιορίσει κρίσιμα τις οικονομικές εξελίξεις. Όχι μόνο για το αν θα υπάρξει πλαίσιο σταθερότητας που θα επιτρέψει σημαντικές επενδύσεις.
Αλλά και για τη διαμόρφωση πολιτικής που θα μπορεί να συνδυάσει δύο επιθυμητά χαρακτηριστικά: σοβαρότητα σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον και πρόθεση για μεταρρυθμιστικές τομές.
Από τη μία, η συνθήκη της σοβαρότητας καλύπτει εκτός άλλων την ανάγκη για προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας, σταθερή στόχευση για προσέλκυση επενδύσεων ακόμη και ενάντια στο διεθνές κλίμα, και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας νωρίτερα παρά αργότερα.
Από την άλλη, η εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών στην πράξη, στον δημόσιο τομέα και τις αγορές, είναι αναγκαία όχι μόνο για να υπάρχει αύξηση των εισοδημάτων, αλλά για να αποφευχθούν νέες κρίσεις και οπισθοχωρήσεις.
Ακόμη πιο επιτακτική, σε ότι αφορά τον πολιτικό κίνδυνο, είναι η προειδοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), σύμφωνα με την οποία, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος.
Είναι γεγονός ότι μια ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την οικονομία είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος και η διακοπή ή/και αντιστροφή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών.
Οι μνήμες από την επώδυνη προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι ακόμη νωπές ώστε να θυμίζουν το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για τη διόρθωση των χρόνιων ανισορροπιών της οικονομίας. Επομένως απαιτείται σύνεση, υπευθυνότητα και συνεργασία από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, καθιστώντας την πιο ανθεκτική έναντι μελλοντικών κρίσεων και συγκλίνοντας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η εμπειρία από τη δεκαετή κρίση χρέους, η εμπέδωση της αξίας της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και η αναγνώριση των ωφελειών από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων έχουν συμβάλει στην ωρίμαση της ελληνικής κοινωνίας, βοηθώντας τη να κατανοήσει το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Η πολιτική βούληση για δημοσιονομική σύνεση και εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι παράγοντας που βοηθά στη μετατροπή των κρίσεων σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της, να μετασχηματιστεί σε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία και να επιδείξει προσαρμοστικότητα και αντοχή σε ένα ιδιαίτερα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον.
Το μακροοικονομικό περιβάλλον και οι προβλέψεις
Μέσα σε αυτό το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας (ΠΣ) για τα έτη 2023-2026. Το μακροοικονομικό σενάριο του ΠΣ επεκτείνεται έως το 2027, για τη διαμόρφωση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής της ελληνικής οικονομίας.
Επιπλέον, το τρέχον ΠΣ θα πρέπει να είναι σύμφωνο με την τιμή αναφοράς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για έλλειμμα 3% του ΑΕΠ και να διασφαλίζει την εύλογη και συνεχή μείωση του δημοσίου χρέους σε συνετά επίπεδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.
Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) προχώρησε στην αξιολόγηση των μακροοικονομικών προβλέψεων του Προγράμματος Σταθερότητας.
Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις για το βραχυπρόθεσμο διάστημα, το ΕΔΣ σημειώνει ότι, η πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομικών για τον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ του τρέχοντος έτους βρίσκεται εντός του εύρους των προβλέψεων του ΕΔΣ (2,2% έως 3,0%) και συμβαδίζει με την πρόσφατη εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) (2,6%), καθώς και της Τράπεζας της Ελλάδος (2,2%).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΟΟΣΑ εμφανίζονται πιο συγκρατημένοι, κυρίως γιατί οι ανακοινώσεις τους έχουν γίνει πριν τη σημαντική προς τα πάνω αναθεώρηση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης Γ’ τριμήνου 2022 (4,4% από 2,1% σε ετήσια βάση), καθώς και την ισχυρή μεγέθυνση του Δ’ τριμήνου 2022 (5,2% σε ετήσια βάση) που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ στις αρχές Μαρτίου 2023.
Για το 2023 στο μακροοικονομικό σενάριο του ΠΣ 2024-2026, αναθεωρείται προς τα πάνω η πρόβλεψη για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, σε σχέση με την Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού (Νοέμβριος 2022), σε 2,3% από 1,8%.
Η αισιόδοξη αυτή αναθεώρηση δικαιολογείται εν μέρη από τη μεγάλη στατιστική επίδραση βάσης (carry over effect) του ρυθμού μεγέθυνσης του 2022, που εκτιμάται σε 1,5%.
Η προς το δυσμενέστερο αναθεώρηση σε σχέση με το ΠΣ 2023 – 2025 (σε 2,3% από 4,8%) οφείλεται στον σχεδόν διπλάσιο ρυθμό μεγέθυνσης που πραγματοποίησε η ελληνική οικονομία το 2022 από αυτό που προβλεπόταν (5,9% από 3,1%).
Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό (ΕνΔΤΚ) του Υπουργείου Οικονομικών για το τρέχον έτος συγκλίνουν με τις πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η πρόβλεψη αυτή του 2023 αναθεωρήθηκε σε 4,5% από 5% που ήταν η εκτίμηση στο ΚΠ 2023.
Η αναθεώρηση αυτή συμβαδίζει με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που παρατηρείται το τελευταίο εξάμηνο (4,6% σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Μαρτίου 2023 από την ΕΛΣΤΑΤ). Παραμένει όμως, πάνω από την αντίστοιχη πρόβλεψη του ΠΣ 2023-2025 (1,8%), και δικαιολογείται από τη διατήρηση του δομικού πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα (6,7%, Μάρτιος 2023).
Κατανάλωση, επενδύσεις και εξαγωγές
Από κει και πέρα, το ΕΔΣ επισημαίνει ότι για το 2023 προβλέπεται μικρή περαιτέρω βελτίωση της ιδιωτικής κατανάλωσης από 1% στο ΚΠ 2023 σε 1,2%, αλλά επιβράδυνση των επενδύσεων από 15,5% σε 13,2% .
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας αναμένεται να συνεχίσουν να βελτιώνονται το 2023, με την απασχόληση (σε εθνικολογιστική βάση) να εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,9% και, ομοίως, το ποσοστό ανεργίας της έρευνας εργατικού δυναμικού να αποκλιμακωθεί περαιτέρω στο 11,8%.
Στις πιθανές δυσμενείς εξελίξεις για το τρέχον έτος συγκαταλέγονται μια ενδεχόμενη διατήρηση των συνθηκών διεθνούς αβεβαιότητας και γεωπολιτικών εντάσεων, της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, καθώς επίσης, και μια πιο επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, με αποτέλεσμα τη δυσκολία διατήρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων στα επίπεδα που εκτιμά το ΠΣ 2024-2026.
Επίσης, πιθανή ύφεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποτελούν τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας θα επηρέαζε αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (τουριστικά έσοδα και αγαθά εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) που προβλέπεται να ενισχυθούν σε ετήσια βάση κατά 2,3% το 2023 από 4,9% το 2022. Στα δυσμενή ενδεχόμενα μπορούν να προστεθούν πιθανές δυσκολίες και καθυστερήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ) αναμένεται να διατηρήσει την επενδυτική δυναμική με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να αυξάνεται το 2023 κατά 13,2% από 11,7% το 2022.
Ευεργετική επίσης για την επένδυση και αλλά και το κόστος δανεισμού της χώρας, θα είναι η αναμενόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα εντός του μεσοπρόθεσμου διαστήματος.
Οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προβλέψεις
Για το 2024 οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ εκ μέρους του ΕΔΣ (2,8%) συγκλίνουν με αυτές του μακροοικονομικού σεναρίου του τρέχοντος ΠΣ 3,0%, με δεδομένη τη σημαντική δυναμική της ανάπτυξης για το σύνολο του 2022. Έτσι, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3% έναντι 3,5% της εκτίμησης του ΠΣ 2023-2025.
Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των άλλων διεθνών και εγχώριων φορέων βρίσκονται σε ένα διάστημα πιο συντηρητικών εκτιμήσεων σε σχέση με αυτές του τρέχοντος ΠΣ.
Σύμφωνα με το ΕΔΣ, βασικές παραδοχές των προβλέψεων του ΠΣ 2024-2026 για το 2024 αποτελούν η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα του 2,4%, και η θετική επίδραση του ΕΣΑΑ στην επενδυτική δαπάνη (9,7%), η διατήρηση της δυναμικής της κατανάλωσης (2%) μετά από την μεγάλη αύξηση το 2022 (7,8%), καθώς και η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών κατά 6,2%.
Οι εξαγωγές αυξάνονται με ρυθμό μεγαλύτερο των εισαγωγών με αποτέλεσμα την ελαφρά βελτίωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών από -7,6% το 2023 σε -7,0% το 2024.
Για όλη την περίοδο 2022-26, το τρέχον ΠΣ προβλέπει σύγκλιση του μέσου όρου του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ με αυτόν του ΠΣ 2023-25 (3,4% με 3,3%).
Η σύγκλιση αυτή δικαιολογείται στο βαθμό που οι πρόσφατες δυσμενείς διεθνείς εξελίξεις μπορούν να θεωρηθούν ως προσωρινές και όχι δυνατές να εμποδίσουν τη δυναμική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Αντίστοιχα, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η πτωτική τροχιά του πληθωρισμού θα περιορίσει τις αυξήσεις επιτοκίων με περαιτέρω θετική μακροοικονομική επίδραση.
Σε κάθε περίπτωση, για την επίτευξη του νέου σεναρίου καθοριστικό ρόλο θα παίξει το ύψος των επενδύσεων, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΑΑ. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το ΠΣ 2024-2026 η σωρευτική μεταβολή του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2026 χωρίς την επίδραση του ΕΣΑΑ θα περιοριζόταν σε 5,1% έναντι 10,7% με την επίδραση του ΕΣΑΑ. Απαραίτητη είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Σημειώνεται ότι η ελληνική οικονομία είχε λάβει έως τώρα (24/4/2023), 11,1 δισ. ευρώ από τα 30,1 δισ. που αφορούν στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και υπολείπονται 19 δισ. ευρώ χρηματοδοτήσεις (δάνεια και επιχορηγήσεις) έως το 2026.
Τέλος, τα επίπεδα της δημόσιας κατανάλωσης είναι μειωμένα σε σχέση με το ΠΣ 2023-2025 για όλο το μεσοπρόθεσμο διάστημα, γεγονός που αναδεικνύει την αναμενόμενη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στις νέες δημοσιονομικές συνθήκες μετά τη λήξη της ρήτρας γενικής διαφυγής από το 2024.
Προκλήσεις μετά τις εκλογές
Το ΕΔΣ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μακροοικονομικό σενάριο του ΠΣ 2024-2026 είναι συνεπές με εκείνο του ΠΣ 2023-2025 και τις προβλέψεις του προϋπολογισμού.
Κύριος μοχλός της αναμενόμενης μεγέθυνσης τόσο για το 2023 όσο και την περίοδο 2024-2026, αποτελεί η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, στην οποία θα συνεισφέρουν σημαντικά τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Επιπρόσθετα, η πιθανή εξομάλυνση της ενεργειακής κρίσης, η αναμενόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τους ξένους οίκους αξιολόγησης, η ολοκλήρωση της εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος και η αξιοποίηση του υψηλού αποθέματος καταθέσεων, προσφέρουν θετικές προοπτικές για την επιτυχία του αυτού του μακροοικονομικού σεναρίου.
Από την άλλη πλευρά, αβεβαιότητες που σχετίζονται με την επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων, την ενδεχόμενη παρατεταμένη εκλογική περίοδο, τις εξωγενείς επιδράσεις προς το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο διακυβέρνησης μπορεί να θέσουν προκλήσεις στην υλοποίηση του μακροοικονομικού σεναρίου του ΠΣ 2024-2026.
Το ΙΟΒΕ από τη μεριά του δίνει έμφαση στην δημοσιονομική πολιτική, τονίζοντας ότι, ακόμη και εάν ήταν ήδη αναγκαία η στροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, πλέον γίνεται ακόμη πιο επείγον να ακολουθηθεί στο επόμενο διάστημα πολιτική που θα προωθεί την ευρωστία των δημοσιονομικών, με επίτευξη και της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατό.
Ήδη από την τρέχουσα χρονιά είναι σημαντικό να υπάρξει καθαρό πρωτογενές πλεόνασμα και το οποίο να είναι διατηρήσιμο, ώστε να μην εκτροχιαστεί η χώρα προς υψηλό ρίσκο με επίπτωση στις προοπτικές μεγέθυνσής της.
Η εξισορρόπηση του ταμείου ώστε να υπάρχουν πλεονάσματα, προϋποθέτει και απεξάρτηση της οικονομίας από τα μεγάλου ύψους επιδόματα τα οποία κατέστησε αναγκαία η πανδημία και η έντονη ενεργειακή κρίση.
Αυτά είναι κρίσιμο να αντικατασταθούν εφεξής από μέτρα υποστήριξης της εργασίας, άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων, και κατάλληλη στόχευση με μέτρα υποστήριξης μόνο των πραγματικά ευάλωτων νοικοκυριών.
Ταυτόχρονα, η μείωση του διαφορικού κόστους χρηματοδότησης από άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες μπορεί να εξουδετερώσει, εν μέρει και όσον αφορά στα εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τη διεθνή αύξηση των επιτοκίων.