Την αλλαγή του ονόματος της διάσημης βότκα ανακοίνωσε η εταιρεία που παράγει την Stolichnaya, καθώς ο ιδρυτής της θέλει να εκφράσει την πλήρη αντίθεσή του με το καθεστώς Πούτιν και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η βότκα, που έως τώρα διαφημιζόταν ως ρωσική, θα ονομάζεται πλέον Stoli.
Ο ιδρυτής της Stoli Group, ο γεννημένος στη Ρωσία δισεκατομμυριούχος Γιούρι Σέφλερ, εξορίστηκε από τη χώρα το 2000, γιατί ήταν αντίθετος στον Πούτιν.
Έτσι και αλλιώς, η βότκα του μπορεί να χρησιμοποιούσε τη ρωσική καταγωγή της για λόγους marketing, όμως από 2000 παράγεται στη Λετονία. Η Stoli Group είναι θυγατρική της SPI Group, η οποία εδρεύει στο Λουξεμβούργο.
Πλέον, η εταιρεία δηλώνει ότι και οι υπάλληλοί της θέλουν να λάβει μέτρα ώστε να επικοινωνεί περισσότερο τις σχέσεις της με τη Λετονία.
Ήδη, η Stoli Group έχει ανακοινώσει ότι θα διασφαλίσει πως κανένα από τα συστατικά της δεν προέρχεται από τη Ρωσία.
Στις ΗΠΑ, πολλές πολιτείες ζητούν από τις κάβες να απομακρύνουν από τα ράφια τους όλα τα ποτά που έχουν παραχθεί στη Ρωσία ή προωθούνται ως ρωσικά. Και στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για βότκα. Κάποιοι ιδιοκτήτες μπαρ άδειασαν μπουκάλια της βότκας Stoli ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
Πάντως, η ρωσική βότκα αποτελεί μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από τα 7 δισ. δολάρια του ετήσιου τζίρου της αγοράς αυτής, σύμφωνα με τα στοιχεία του Distilled Spirits Council.
Λιγότερο από το 1% της βότκα που καταναλώνεται στις ΗΠΑ έχει παραχθεί στη Ρωσία.
Ο πλανήτης γυρνάει την πλάτη στη ρωσική βότκα
Σε διεθνή παρία έχει μετατραπεί η Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, με πολλές χώρες να προχωρούν σε μποϊκοτάζ ρωσικών προϊόντων. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκεται και το εθνικό ποτό της Ρωσίας, η βότκα, η οποία έχει γίνει στόχος παγκόσμιας οργής.
Τουλάχιστον τρεις κυβερνήτες στις ΗΠΑ (σε Νιου Χάμσαϊρ, Οχάιο και Γιούτα) απαγόρευσαν τις πωλήσεις αλκοολούχων ποτών ρωσικής προέλευσης. Ιδιοκτήτες μπαρ σε όλη τη χώρα έχυσαν τα μπουκάλια βότκας που είχαν.
Παρόμοια κίνηση έγινε και στην Αυστραλία από δύο από τις μεγαλύτερες αλυσίδες πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, την Dan Murphy’s και την BWS. Στον Καναδά, η επαρχία του Οντάριο διέταξε να σταματήσουν οι πωλήσεις ρωσικών προϊόντων σε όλα τα καταστήματα.
Σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, μια αλυσίδα λιανικής στη Νέα Ζηλανδία αφαίρεσε από τα ράφια της εκατοντάδες μπουκάλια βότκας – συμπεριλαμβανομένων και γνωστών μαρκών, όπως η Ivanov και η Russian Standard – και τα αντικατέστησε με σημαίες της Ουκρανίας.
Αντιστοίχως, κάποιοι από τους Ευρωπαίους γείτονες της Ρωσίας έχουν αρχίσει να μποϊκοτάρουν διάφορα προϊόντα. Στη Φινλανδία, η εταιρεία Alko Oy – που έχει το μονοπώλιο στο αλκοόλ – σταμάτησε να πουλάει 20 διαφορετικά είδη βότκας, ενώ υπάρχουν πιέσεις στα καταστήματα εστίασης να πράξουν ομοίως.
Μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ στη Φινλανδία, τη Δανία και τις χώρες της Βαλτικής σταμάτησαν επίσης να πωλούν όλα τα ρωσικά προϊόντα.
«Το μποϊκοτάζ μας δεν θα προκαλέσει μεγάλη ζημιά στους επιχειρηματίες του Πούτιν, αλλά είναι ζήτημα τιμής. Ο λαός μας δεν θα πληρώνει αυτούς που χρηματοδοτούν τον πόλεμο» δήλωσε η πρωθυπουργός της Λιθουανίας, Ινγκρίντα Σιμονίτε.
Το πρόβλημα με το μποϊκοτάζ ρωσικών προϊόντων
Πάντως, οι κινήσεις αυτές είναι κατά κύριο λόγο συμβολικές, παρά στρατηγικές. Η βότκα που προέρχεται από τη Ρωσία αντιπροσωπεύει μόνο κάτι παραπάνω από το 1% των συνολικών εισαγωγών του συγκεκριμένου ποτού στις ΗΠΑ.
Αντίθετα, σύμφωνα με τους New York Times, η Γαλλία αποτελεί τον κορυφαίο εισαγωγέα βότκας στις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 39% των εισαγωγών. Ανάμεσα στις μάρκες που εισάγονται από τη Γαλλία είναι οι Grey Goose, Cîroc, Gallant και MontBlanc
Οι υπόλοιποι κορυφαίοι εισαγωγείς βότκας στις ΗΠΑ είναι η Σουηδία (18%, με μάρκες όπως η Absolut και η DQ), η Ολλανδία (17%), η Λετονία (10%), η Βρετανία (5%) και η Πολωνία (5%).
Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο, αν αναλογιστεί κάποιος ότι οι περισσότερες βότκες πλέον παράγονται σε πολλές χώρες και όχι μόνο στη Ρωσία. Για παράδειγμα, η δημοφιλής Stolichnaya παράγεται στη Λετονία και τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας Stoli Group βρίσκονται στο Λουξεμβούργο.
Αντίστοιχα, όπως αναφέρει το CNN, η Smirnoff ανήκει στον βρετανικό κολοσσό Diageo και η παραγωγή της για την αμερικανική αγορά γίνεται σε εργοστάσιο στο Ιλινόις.
Μόνο η Russian Standard, καθώς και η λιγότερο γνωστή Green Mark, εισάγονται όντως στις ΗΠΑ από τη Ρωσία. Η μητρική της εταιρεία, η Roust International, ανήκει στον Ρώσο ολιγάρχη Ρουστάμ Ταρίκο.
Το 2020, πουλήθηκαν στις ΗΠΑ 76,9 εκατομμύρια κιβώτια βότκας των εννέα λίτρων, με έσοδα 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τους οινοπνευματοποιούς. Περισσότερη από τη μισή βότκα που καταναλώνεται στις ΗΠΑ παράγεται εντός της χώρας.