Η PwC Ελλάδας, ανέδειξε το θέμα του ψηφιακού μετασχηματισμού στη ναυτιλία, στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης με τίτλο “Ο ψηφιακός μετασχηματισμός στη ναυτιλία – Η μετάβαση από την προγραμματισμένη στην προληπτική συντήρηση – Ενα ψηφιακό μοντέλο για πλοία” η οποία πραγματοποιήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2020.
Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάστηκαν οι τάσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρησιακών λειτουργιών των ναυτιλιακών εταιρειών και τα οφέλη της μετάβασης τους σε ένα ψηφιακό μοντέλο προληπτικής συντήρησης.
 
Ακόμα και σήμερα, η ψηφιοποίηση στην ναυτιλία αντιμετωπίζεται περιστασιακά ενώ χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μιας ολιστικής προσέγγισης ως προς τον μετασχηματισμό της, παρόλο που  οι τεχνολογικές εξελίξεις και η πρόσβαση στα δεδομένα θα μπορούσαν να επιτρέψουν την άμεση ψηφιοποίησή της. Πρόσφατες ωστόσο έρευνες έχουν δείξει ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κλάδου θα μπορούσε να συμβάλλει επαρκώς στη βελτίωση των λειτουργικών εξόδων το πλοίων όπου το σχετικό κόστος αντιστοιχεί σε $100δις παγκοσμίως με μία διαρκώς αυξητική τάση. Οι δραστηριότητες  συντήρησης των πλοίων αναλογούν σε 20-30% των λειτουργικών εξόδων και συνεπώς η ψηφιοποίησή τους μπορεί να προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα. Ειδικότερα για τα τεχνικά τμήματα, και με στόχο την αδιάκοπη επιχειρησιακή λειτουργία παράλληλα με την κατά το μέγιστο συγκράτηση του κόστους, κρίνεται σημαντική η ανάπτυξη ενός μοντέλου προληπτικής συντήρησης 4 φάσεων βάσει του οποίου προγραμματίζονται εγκαίρως οι διορθωτικές εργασίες με τη βοήθεια της προληπτικής ανάλυσης του εξοπλισμού.
 
Ο Θανάσης Σπανός, Director, Digital Operations Transformation Consulting, PwC Ελλάδας, σχολίασε: «Παραδοσιακά η ναυτιλία ακολουθεί αργούς ρυθμούς αναφορικά με την υιοθέτηση και ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στις βασικές της λειτουργίες. Η ψηφιοποίηση ωστόσο, έχει αποφέρει αποδεδειγμένα οφέλη συμβάλλοντας στη μείωση κόστους των ναυτιλιακών. Αναφορικά με το κόστος συντήρησης, η προσέγγιση που χρησιμοποιείται από τις περισσότερες ναυτιλιακές στηρίζεται στον συνδυασμό ενός προγραμματισμένου και ενός διορθωτικού συστήματος. Ωστόσο η εμπειρία δείχνει ότι χρειάζεται η υποστήριξη και ενσωμάτωση μοντέλων πρόληψης  με αρωγό την τεχνολογία, την ανάλυση δεδομένων και την τηλεμετρία. Αυτή η προσέγγιση ωθεί τη δημιουργία πιο αποτελεσματικών λειτουργικών μοντέλων σε συνδυασμό με τη μείωση κόστους σε όλο το εύρος της εφοδιαστικής αλυσίδας.»