Η τραπεζική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη μετασχηματίζεται ραγδαία, με τις ψηφιακές τράπεζες να πρωταγωνιστούν. Πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα χωρίς φυσικά καταστήματα, που προσφέρουν εξολοκλήρου διαδικτυακές υπηρεσίες μέσω web και mobile banking. Ο αριθμός τους έφτασε τις 60 στο τέλος του 2024, σύμφωνα με την ΕΚΤ, ενώ 7 εξ αυτών είναι θυγατρικές παραδοσιακών τραπεζών.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των τραπεζικών υπηρεσιών οδηγεί στη συρρίκνωση των φυσικών καταστημάτων, με τα οφέλη να είναι διπλά: μείωση λειτουργικού κόστους για τις τράπεζες και αυξημένη ευκολία πρόσβασης για τους πελάτες.
Ψηφιακές Τράπεζες: Πιο ελκυστικές για καταθέσεις, πιο ευάλωτες σε κινδύνους
Η μεγάλη πρόκληση για τις ψηφιακές τράπεζες είναι η χρηματοδοτική τους εξάρτηση από μικροκαταθέτες, που καλύπτουν το 80% των αναγκών τους. Αυτό τις ωθεί να προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων, με μέσο όρο 2,5% στις ανεξάρτητες ψηφιακές τράπεζες, έναντι 1,5% στις θυγατρικές και μόλις 1% στις παραδοσιακές. Ωστόσο, η απουσία πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά και σε εταιρικές καταθέσεις τις καθιστά ευάλωτες σε τραπεζικό πανικό (bank run).
Για να αντισταθμίσουν αυτόν τον κίνδυνο, οι ψηφιακές τράπεζες διατηρούν υψηλά επίπεδα ρευστότητας και αυξημένους κεφαλαιακούς δείκτες, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα κερδοφόρων επενδύσεων.
Δύο μοντέλα λειτουργίας: Δανεισμός ή τοποθετήσεις σε ρευστά
Οι ψηφιακές τράπεζες ακολουθούν δύο στρατηγικές. Στο πρώτο μοντέλο, λειτουργούν ως παραδοσιακές τράπεζες με ειδίκευση σε δάνεια (π.χ. καταναλωτικά ή στεγαστικά). Στο δεύτερο, επιλέγουν μια πιο συντηρητική προσέγγιση, διατηρώντας μεγάλο μέρος των καταθέσεων σε ρευστά διαθέσιμα ή σε τοποθετήσεις σε κεντρικές τράπεζες.
Αυτή η συγκράτηση στην πιστωτική επέκταση αντανακλά και τον μικρό τους ρόλο στην τραπεζική διαμεσολάβηση, παρότι ο στόχος τους είναι να κερδίσουν μερίδιο αγοράς μέσω ανταγωνιστικών επιτοκίων και φιλικών πλατφορμών.
Ανταγωνιστικές αλλά με χαμηλή κερδοφορία
Παρά την ευελιξία και την τεχνολογική τους υπεροχή, οι ψηφιακές τράπεζες δεν έχουν πετύχει ακόμα υψηλή κερδοφορία. Οι λόγοι είναι πολλοί: υψηλό κόστος προσέλκυσης καταθέσεων, δαπανηρές υποδομές τεχνολογίας, υψηλοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και περιορισμένη δανειοδοτική δραστηριότητα.
Η πρόκληση για το μέλλον είναι η εξής: Πώς θα μπορέσουν οι ψηφιακές τράπεζες να μετατραπούν σε κερδοφόρα σχήματα χωρίς να απολέσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα; Η απάντηση θα καθορίσει το αν θα παραμείνουν μια εναλλακτική τάση ή θα κατακτήσουν ισχυρό ρόλο στο ευρωπαϊκό τραπεζικό τοπίο.